Οι Αργείτες ήταν – κι είναι ακόμη – γλεντζέδες από τα παλιά χρόνια. Δεν έχαναν ευκαιρία να στήσουν το χορό, χωρίς πολλές δικαιολογίες.Εύρισκαν χίλιους λόγους. Γάμους, βαφτίσια, ονομαστικές γιορτές κι ότι άλλο σκεφτεί κανείς. Αλλά κι άμα δεν εύρισκαν κάποιο λόγο, τον εφεύρισκαν.
Εκεί όμως που το γλέντι άναβε και κόρωνε ήταν τις απόκριες. Όλη η πόλη ένα γλεντοκόπι. Όπου κι αν έστριβες, σε όποια γειτονιά, θα συναντούσες Αργείτες και Αργείτισες να τραγουδούν και να χορεύουν. Το νταούλι και η πίπιζα ήταν στις δόξες τους εκείνες τις μέρες.
Στο Αργειακό Ημερολόγιο του 1930, των Γεωργίου Λογοθέτη και Ανδρέα Χριστόπουλου διαβάσαμε ένα κείμενο για τις απόκριες στο Άργος, που το υπογράφει ο ΙΔΜΩΝ.
Κι άλλα χρονογραφήματα του ίδιου έχουμε συναντήσει και ίσως θα πρέπει κάποιος – κάποια στιγμή – να τα συλλέξει ώστε να αποτελέσουν μια χρήσιμη για την πόλη λαογραφική πηγή.
Το κείμενο που πιο κάτω παραθέτουμε, το αντιγράφουμε ως έχει, χωρίς διορθώσεις. Θα μας συγχωρήσετε όμως το μονοτονικό, για λόγους πρακτικούς.
Η Απόκριες
Σ᾽ εποχή που η ψυχή μας σύρεται δούλη πίσω από το άρμα της ξενικής νοοτροπίας και τα ελληνικά έθιμα μαραίνονται ένα, ένα κάτω από τον καυστικόν ήλιο της Δύσεως.
Σ᾽ εποχή, που το ρουμελιώτικο τραγούδι σβύνει στην αποπνικτική θορυβώδη ατμόσφαιρα των ήχων μιάς τζάζ – Μπάντ αγρίων, και ο γραφικός καλαματιανός αποτελεί αναχρονισμόν, αστείο στους ευρωπαϊκούς πιθηκισμούς, η διατήρησις ενός ελληνικού εθίμου αποτελεί εθνικόν φαινόμενον παρήγορον και αποδεικνύει την ακατάβλητη δύναμι της ελληνικής ψυχής.
Το Άργος μπορεί υπερήφανο να καυχάται ότι στη δίνη αυτή των ξενικών κυμάτων υπήρξε η ευτυχής κιβωτός που διέσωσε πολύτιμο μέρος από την κληρονομία της ιδιωτικής ζωής του έθνους. – Οι γραφικοί γάμοι με τη περιφορά των προικών, τα βαφτίσια με τα αμοιβαία πλούσια δώρα, η κηδείες με τις νυχτερινές παρηγοριές, το Πάσχα με το αρνί της σούγλας και το τριήμερο γλέντι και τόσα άλλα έθιμα διατηρούνται με θρησκευτική πίστι.
Μέσα σ᾽ όλα δε ξεχωριστά η απόκρηες. Με την πρώτη ημέρα του τριωδίου το πάτριο νταούλι σκονισμένο και άφωνο στον καπνισμένο τοίχο τινάζεται από την νάρκη του και αρχίζει την περιοδεία του. Από τα στενοσοκάκια του Καρβασαρά και τα χαμόσπιτα των Γεφυριών ξεκινάει για την αποστολή του κι ακούραστο δε σταματάει πειά καμμιά νύχτα, μέχρις ότου τα χαράματα της Καθαράς Τρίτης παραδώσουν στην ηδονική αγκαλιά του ύπνου τους Βάκχους της αποκρηάς.
Ντόμπ –Ντούμπ –Ντάμπ –Ντούμπ –Ντάμπ –Ντούμπ…. από τα τρεσάκια του Ξεριά και της ανηφοριές της Αρβανιτιάς. Κι᾽ όπου περάσει κάνει το θάμμα του. Σε κάθε πλατεία, σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε γούβα ανοίγει κι ένας χορός. Η μοδιστρούλα με τις αφέλειες και τα τσαχπίνικα ματάκια κι᾽η ξομάχα με το σφιχτοδεμένο κορμί της στο γαργαλιστικό πέρασμα του θ᾽αφήσουν και μηχανή κι᾽ αργαλειό και σπίτι και θα πιάσουν στο χορό.
Ντάμπ –Ντούμπ –Ντάμπ –Ντούμπ, το νταούλι κι᾽ η λυγερή κορμοστασιά τραβάει καμαρωτή σαν πέρδικα το συρτό. Κι΄όσο ο χορός ανάβει κι᾽ εναλλάσσεται στους ρυθμικούς του γύρους, τόσο πετάει η καρδιά του λεβέντη που τον παρακολουθεί. Δεν κρατάει. Θα το τραβήξη κι᾽αυτός. Ένα περατιανό κι᾽η σπίθα γίνεται φωτιά. Αλλοίμονο σ᾽εκείνον που θα τον κόψη πρίν το φέρη τουλάχιστον δύο βόλτες. Λίγο παρεξήγησι, καυγαδάκι, ο χορός διαλύεται, και το νταούλι φεύγει. Μα πρίν ακόμη στρίψη τη γωνία η φωνές των κοριτσιών κινητοποιούνται, ο χορός ξανανάβει κι᾽η γειτονιά γλεντάει ακούραστη. Τρυγάει τη χαρά και λησμονιέται στο μεθύσι της τρελλής αποκρηάς.
Μα το άλλο Άργος το μορφωμένο; Ο Αρχοντομαχαλάς; Κοιμάται; Αγνοεί τη χαρούμενη αυτή περίοδο του χρόνου; Κάθε άλλο. Όταν δεν το βλέπετε κοπάδια, κοπάδια στους συνοικιακούς χορούς, όταν δεν ακούτε τα γέλοια του και της φωνές του στο μοναδικό του κέντρο του Θήβα, προσέξετε κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών και θα ακούσετε το αποκρηάτικο τραγούδι σ᾽όλες τις παραλλαγές του.
Το Άργος γλεντάει γενικώς χωρίς εξαίρεση ηλικίας και τάξεως. Και γλεντάει ακόμη με τον ελληνικό τρόπο. Η απόκρηες του είναι τα ανθεστήρια των αρχαίων του προγόνων. Με μια διαφορά, ότι τότε έβγαινε ο κήρυκας, για να θέση φραγμό στην παράφρονα όρεξι των, ενώ τώρα τους επαναφέρει στην τάξι το λάλημα του πετεινού της Καθαράς Τρίτης. Ως πότε όμως θα διατηρήση τον Ελληνικό χαρακτήρα της η ώμορφη αυτή εποχή του χρόνου; Ασφαλώς ως ότου η γενεά που μας έρχεται θάχει τη δύναμι ν᾽αποτελή την άρνηση στον ξενικό πειρασμό.
Πηγή
Αργειακόν Ημερολόγιον 1930, Γεωργίου Λογοθέτου & Ανδρέου Χριστόπουλου, Άργος 1929.
argolikivivliothiki.gr
Εκεί όμως που το γλέντι άναβε και κόρωνε ήταν τις απόκριες. Όλη η πόλη ένα γλεντοκόπι. Όπου κι αν έστριβες, σε όποια γειτονιά, θα συναντούσες Αργείτες και Αργείτισες να τραγουδούν και να χορεύουν. Το νταούλι και η πίπιζα ήταν στις δόξες τους εκείνες τις μέρες.
Στο Αργειακό Ημερολόγιο του 1930, των Γεωργίου Λογοθέτη και Ανδρέα Χριστόπουλου διαβάσαμε ένα κείμενο για τις απόκριες στο Άργος, που το υπογράφει ο ΙΔΜΩΝ.
Κι άλλα χρονογραφήματα του ίδιου έχουμε συναντήσει και ίσως θα πρέπει κάποιος – κάποια στιγμή – να τα συλλέξει ώστε να αποτελέσουν μια χρήσιμη για την πόλη λαογραφική πηγή.
Το κείμενο που πιο κάτω παραθέτουμε, το αντιγράφουμε ως έχει, χωρίς διορθώσεις. Θα μας συγχωρήσετε όμως το μονοτονικό, για λόγους πρακτικούς.
Η Απόκριες
Σ᾽ εποχή που η ψυχή μας σύρεται δούλη πίσω από το άρμα της ξενικής νοοτροπίας και τα ελληνικά έθιμα μαραίνονται ένα, ένα κάτω από τον καυστικόν ήλιο της Δύσεως.
Σ᾽ εποχή, που το ρουμελιώτικο τραγούδι σβύνει στην αποπνικτική θορυβώδη ατμόσφαιρα των ήχων μιάς τζάζ – Μπάντ αγρίων, και ο γραφικός καλαματιανός αποτελεί αναχρονισμόν, αστείο στους ευρωπαϊκούς πιθηκισμούς, η διατήρησις ενός ελληνικού εθίμου αποτελεί εθνικόν φαινόμενον παρήγορον και αποδεικνύει την ακατάβλητη δύναμι της ελληνικής ψυχής.
Το Άργος μπορεί υπερήφανο να καυχάται ότι στη δίνη αυτή των ξενικών κυμάτων υπήρξε η ευτυχής κιβωτός που διέσωσε πολύτιμο μέρος από την κληρονομία της ιδιωτικής ζωής του έθνους. – Οι γραφικοί γάμοι με τη περιφορά των προικών, τα βαφτίσια με τα αμοιβαία πλούσια δώρα, η κηδείες με τις νυχτερινές παρηγοριές, το Πάσχα με το αρνί της σούγλας και το τριήμερο γλέντι και τόσα άλλα έθιμα διατηρούνται με θρησκευτική πίστι.
Μέσα σ᾽ όλα δε ξεχωριστά η απόκρηες. Με την πρώτη ημέρα του τριωδίου το πάτριο νταούλι σκονισμένο και άφωνο στον καπνισμένο τοίχο τινάζεται από την νάρκη του και αρχίζει την περιοδεία του. Από τα στενοσοκάκια του Καρβασαρά και τα χαμόσπιτα των Γεφυριών ξεκινάει για την αποστολή του κι ακούραστο δε σταματάει πειά καμμιά νύχτα, μέχρις ότου τα χαράματα της Καθαράς Τρίτης παραδώσουν στην ηδονική αγκαλιά του ύπνου τους Βάκχους της αποκρηάς.
Ντόμπ –Ντούμπ –Ντάμπ –Ντούμπ –Ντάμπ –Ντούμπ…. από τα τρεσάκια του Ξεριά και της ανηφοριές της Αρβανιτιάς. Κι᾽ όπου περάσει κάνει το θάμμα του. Σε κάθε πλατεία, σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε γούβα ανοίγει κι ένας χορός. Η μοδιστρούλα με τις αφέλειες και τα τσαχπίνικα ματάκια κι᾽η ξομάχα με το σφιχτοδεμένο κορμί της στο γαργαλιστικό πέρασμα του θ᾽αφήσουν και μηχανή κι᾽ αργαλειό και σπίτι και θα πιάσουν στο χορό.
Ντάμπ –Ντούμπ –Ντάμπ –Ντούμπ, το νταούλι κι᾽ η λυγερή κορμοστασιά τραβάει καμαρωτή σαν πέρδικα το συρτό. Κι΄όσο ο χορός ανάβει κι᾽ εναλλάσσεται στους ρυθμικούς του γύρους, τόσο πετάει η καρδιά του λεβέντη που τον παρακολουθεί. Δεν κρατάει. Θα το τραβήξη κι᾽αυτός. Ένα περατιανό κι᾽η σπίθα γίνεται φωτιά. Αλλοίμονο σ᾽εκείνον που θα τον κόψη πρίν το φέρη τουλάχιστον δύο βόλτες. Λίγο παρεξήγησι, καυγαδάκι, ο χορός διαλύεται, και το νταούλι φεύγει. Μα πρίν ακόμη στρίψη τη γωνία η φωνές των κοριτσιών κινητοποιούνται, ο χορός ξανανάβει κι᾽η γειτονιά γλεντάει ακούραστη. Τρυγάει τη χαρά και λησμονιέται στο μεθύσι της τρελλής αποκρηάς.
Μα το άλλο Άργος το μορφωμένο; Ο Αρχοντομαχαλάς; Κοιμάται; Αγνοεί τη χαρούμενη αυτή περίοδο του χρόνου; Κάθε άλλο. Όταν δεν το βλέπετε κοπάδια, κοπάδια στους συνοικιακούς χορούς, όταν δεν ακούτε τα γέλοια του και της φωνές του στο μοναδικό του κέντρο του Θήβα, προσέξετε κάτω από τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών και θα ακούσετε το αποκρηάτικο τραγούδι σ᾽όλες τις παραλλαγές του.
Το Άργος γλεντάει γενικώς χωρίς εξαίρεση ηλικίας και τάξεως. Και γλεντάει ακόμη με τον ελληνικό τρόπο. Η απόκρηες του είναι τα ανθεστήρια των αρχαίων του προγόνων. Με μια διαφορά, ότι τότε έβγαινε ο κήρυκας, για να θέση φραγμό στην παράφρονα όρεξι των, ενώ τώρα τους επαναφέρει στην τάξι το λάλημα του πετεινού της Καθαράς Τρίτης. Ως πότε όμως θα διατηρήση τον Ελληνικό χαρακτήρα της η ώμορφη αυτή εποχή του χρόνου; Ασφαλώς ως ότου η γενεά που μας έρχεται θάχει τη δύναμι ν᾽αποτελή την άρνηση στον ξενικό πειρασμό.
Πηγή
Αργειακόν Ημερολόγιον 1930, Γεωργίου Λογοθέτου & Ανδρέου Χριστόπουλου, Άργος 1929.
argolikivivliothiki.gr