Καινούριες χρήσεις και νέες αγορές καταφέρνει και βρίσκει η αγκινάρα, η κατανάλωση της οποίας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τόσο σε νωπή, όσο και σε κατεψυγμένη μορφή.
Επειδή πρόκειται για προϊόν που αφενός δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης και αφετέρου έχει υψηλή τιμή, η επιτυχία του κρίνεται στις δυνατότητες επέκτασης σε νέες χρήσεις. Έτσι, η αγκινάρα βρίσκει πλέον πρόσφορο έδαφος στην παρασκευή φαρμακευτικών και καλλυντικών σκευασμάτων. Είναι γνωστό άλλωστε πως η αγκινάρα περιέχει βιταμίνες A, B, C, ασβέστιο, φώσφορο και κυναρίνη.
Επιπλέον, μια ακόμη αγορά ανοίγεται στην αγκινάρα από τα φύλλα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή στα ζώα που εκτρέφονται κυρίως για την παραγωγή γάλακτος, ενώ στην Ιταλία χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή λικέρ.
Βέβαια η κύρια χρήση της παραμένει οικιακή, έχοντας ωστόσο και πάλι καταφέρει να διαφοροποιηθεί μπαίνοντας στην gourmet κουζίνα. Από την άλλη, η επεξεργασία που υφίσταται τα τελευταία χρόνια τής έχει δώσει «χώρο» στο λιανεμπόριο όλο τον χρόνο.
Εφόσον δεν υποστεί επεξεργασία για να καταψυχθεί ή να συσκευαστεί σε βάζο, η αγκινάρα καταναλώνεται νωπή ή μαγειρεμένη, και επομένως είναι διαθέσιμη στην αγορά μόνο τους συγκεκριμένους μήνες που συγκομίζεται. Η φρέσκια παραγωγή πραγματοποιείται από τα τέλη Νοέμβρη με Δεκέμβρη, οπότε και ξεκινάει η συγκομιδή των πρώιμων ποικιλιών, για να φτάσει ως και το Μάη, πολλές φορές, για τις όψιμες ποικιλίες.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται συνολικά 22.000 στρέμματα τα οποία παράγουν 26.500 τόνους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ για την καλλιέργεια της αγκινάρας το 2010. Η αγκινάρα για να ευδοκιμήσει χρειάζεται καλό καιρό, πράγμα που εξηγεί γιατί ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα όπως η Πελοπόννησος, η Κρήτη και τα μικρά νησιά του Αιγαίου, όπως η Τήνος όπου μάλιστα επιδοτείται η καλλιέργειά της από το καθεστώς των Μικρών Νησιών.
Στην Αργολίδα, και συγκεκριμένα στην περιοχή των Ιρίων, παράγεται σε 12.000 στρέμματα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής αγκινάρας. Ωστόσο, φέτος η παραγωγή είναι αρκετά μειωμένη σε ολόκληρη την Ελλάδα, και πολύ περισσότερο στα Ίρια, με κάποιους παραγωγούς να βλέπουν τις αποδόσεις τους ανά στρέμμα να μειώνονται από τα 1.000 δεμάτια στα 200.
Η μειωμένη παραγωγή αποδίδεται από τον παραγωγό, Δημήτρη Δρούζα, είτε στον κορεσμό του εδάφους είτε στις καιρικές συνθήκες. Βέβαια, η μειωμένη προσφορά αυξάνει την τιμή προϊόντος, με τους παραγωγούς φέτος στα Ίρια να πληρώνονται 0,35-0,50 λεπτά την αγκινάρα, δηλαδή 7-10 ευρώ το δεμάτι που αποτελείται από 20 κεφαλές αγκινάρας.
Η καλλιέργεια
Η αγκινάρα (Cynara cardunculus) είναι πολυετές λαχανικό της οικογένειας των Αστεροειδών. Αναπτύσσεται σε σχήμα θάμνου, ύψους περίπου 1,5 μ. Είναι φυτό που κατάγεται από τις Παραμεσόγειες χώρες και κυρίως από την Ανατολική Μεσόγειο, την Νότια Ευρώπη και την Β. Αφρική με επίκεντρο την σημερινή Αλγερία. Σήμερα καλλιεργείται σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία. Η πιο διαδεδομένη σήμερα στην Ελλάδα ποικιλία αγκινάρας είναι η Αργίτικη, με τα πράσινα φύλλα και ακολουθεί η Ιώδης της Αττικής, με μικρότερα μωβ φύλλα στη βάση του άνθους.
Με διακυμάνσεις η παραγωγή
Κόστη και αποδόσειςΤο κόστος της καλλιέργειας υπολογίζεται πως μπορεί να φτάσει 300-400 ευρώ/στρ., δεδομένου ότι η αγκινάρα είναι ένα «ιδιότροπο» φυτό που χρειάζεται πολλή φροντίδα, ραντίσματα και λίπασμα, ενώ οι υψηλές εισφορές στο ΟΣΔΕ και η απόσυρση φθηνών φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων προσαυξάνουν τα έξοδα.
Η απόδοση σε ανθοκεφαλές, σύμφωνα με τον κ. Δρούζα, εξαρτάται από την ηλικία της φυτείας της αγκινάρας. Μια πλούσια χρονιά αποδίδει περίπου 7.000-8.000 αγκινάρες/στρμ., η μέτρια 4.000-5.000 αγκινάρες/στρμ. και η φτωχή 3.000 αγκινάρες/στρμ. Πάντως τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ, η μέση απόδοση της καλλιέργειας της αγκινάρας τείνει να σταθεροποιείται κοντά στα 1.200-1.300 κιλά, που κατά προσέγγιση ισούνται με 2.700-3.000 αγκινάρες/στρμ.
http://www.agronews.gr
Επειδή πρόκειται για προϊόν που αφενός δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης και αφετέρου έχει υψηλή τιμή, η επιτυχία του κρίνεται στις δυνατότητες επέκτασης σε νέες χρήσεις. Έτσι, η αγκινάρα βρίσκει πλέον πρόσφορο έδαφος στην παρασκευή φαρμακευτικών και καλλυντικών σκευασμάτων. Είναι γνωστό άλλωστε πως η αγκινάρα περιέχει βιταμίνες A, B, C, ασβέστιο, φώσφορο και κυναρίνη.
Επιπλέον, μια ακόμη αγορά ανοίγεται στην αγκινάρα από τα φύλλα, τα οποία χρησιμοποιούνται ως ζωοτροφή στα ζώα που εκτρέφονται κυρίως για την παραγωγή γάλακτος, ενώ στην Ιταλία χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή λικέρ.
Βέβαια η κύρια χρήση της παραμένει οικιακή, έχοντας ωστόσο και πάλι καταφέρει να διαφοροποιηθεί μπαίνοντας στην gourmet κουζίνα. Από την άλλη, η επεξεργασία που υφίσταται τα τελευταία χρόνια τής έχει δώσει «χώρο» στο λιανεμπόριο όλο τον χρόνο.
Εφόσον δεν υποστεί επεξεργασία για να καταψυχθεί ή να συσκευαστεί σε βάζο, η αγκινάρα καταναλώνεται νωπή ή μαγειρεμένη, και επομένως είναι διαθέσιμη στην αγορά μόνο τους συγκεκριμένους μήνες που συγκομίζεται. Η φρέσκια παραγωγή πραγματοποιείται από τα τέλη Νοέμβρη με Δεκέμβρη, οπότε και ξεκινάει η συγκομιδή των πρώιμων ποικιλιών, για να φτάσει ως και το Μάη, πολλές φορές, για τις όψιμες ποικιλίες.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται συνολικά 22.000 στρέμματα τα οποία παράγουν 26.500 τόνους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ για την καλλιέργεια της αγκινάρας το 2010. Η αγκινάρα για να ευδοκιμήσει χρειάζεται καλό καιρό, πράγμα που εξηγεί γιατί ευδοκιμεί σε περιοχές με ήπιο χειμώνα όπως η Πελοπόννησος, η Κρήτη και τα μικρά νησιά του Αιγαίου, όπως η Τήνος όπου μάλιστα επιδοτείται η καλλιέργειά της από το καθεστώς των Μικρών Νησιών.
Στην Αργολίδα, και συγκεκριμένα στην περιοχή των Ιρίων, παράγεται σε 12.000 στρέμματα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής αγκινάρας. Ωστόσο, φέτος η παραγωγή είναι αρκετά μειωμένη σε ολόκληρη την Ελλάδα, και πολύ περισσότερο στα Ίρια, με κάποιους παραγωγούς να βλέπουν τις αποδόσεις τους ανά στρέμμα να μειώνονται από τα 1.000 δεμάτια στα 200.
Η μειωμένη παραγωγή αποδίδεται από τον παραγωγό, Δημήτρη Δρούζα, είτε στον κορεσμό του εδάφους είτε στις καιρικές συνθήκες. Βέβαια, η μειωμένη προσφορά αυξάνει την τιμή προϊόντος, με τους παραγωγούς φέτος στα Ίρια να πληρώνονται 0,35-0,50 λεπτά την αγκινάρα, δηλαδή 7-10 ευρώ το δεμάτι που αποτελείται από 20 κεφαλές αγκινάρας.
Η καλλιέργεια
Η αγκινάρα (Cynara cardunculus) είναι πολυετές λαχανικό της οικογένειας των Αστεροειδών. Αναπτύσσεται σε σχήμα θάμνου, ύψους περίπου 1,5 μ. Είναι φυτό που κατάγεται από τις Παραμεσόγειες χώρες και κυρίως από την Ανατολική Μεσόγειο, την Νότια Ευρώπη και την Β. Αφρική με επίκεντρο την σημερινή Αλγερία. Σήμερα καλλιεργείται σε πολλά μέρη του σύγχρονου κόσμου σε θέσεις προφυλαγμένες από το δυνατό ψύχος και εδάφη χωρίς πολλή υγρασία. Η πιο διαδεδομένη σήμερα στην Ελλάδα ποικιλία αγκινάρας είναι η Αργίτικη, με τα πράσινα φύλλα και ακολουθεί η Ιώδης της Αττικής, με μικρότερα μωβ φύλλα στη βάση του άνθους.
Με διακυμάνσεις η παραγωγή
Κόστη και αποδόσειςΤο κόστος της καλλιέργειας υπολογίζεται πως μπορεί να φτάσει 300-400 ευρώ/στρ., δεδομένου ότι η αγκινάρα είναι ένα «ιδιότροπο» φυτό που χρειάζεται πολλή φροντίδα, ραντίσματα και λίπασμα, ενώ οι υψηλές εισφορές στο ΟΣΔΕ και η απόσυρση φθηνών φυτοπροστατευτικών σκευασμάτων προσαυξάνουν τα έξοδα.
Η απόδοση σε ανθοκεφαλές, σύμφωνα με τον κ. Δρούζα, εξαρτάται από την ηλικία της φυτείας της αγκινάρας. Μια πλούσια χρονιά αποδίδει περίπου 7.000-8.000 αγκινάρες/στρμ., η μέτρια 4.000-5.000 αγκινάρες/στρμ. και η φτωχή 3.000 αγκινάρες/στρμ. Πάντως τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ, η μέση απόδοση της καλλιέργειας της αγκινάρας τείνει να σταθεροποιείται κοντά στα 1.200-1.300 κιλά, που κατά προσέγγιση ισούνται με 2.700-3.000 αγκινάρες/στρμ.
http://www.agronews.gr