Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χρυσαλλίδα το παιδικό βιβλίο-παραμύθι με τίτλο ''ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΠΟΥ ΕΓΕΡΝΕ"της συγγραφέα Στέλλας Αρβανίτη, εικονογράφηση Στέφανος Βλασσάκακης.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Είναι μεσοπόλεμος,οι εποχές δύσκολες για τη φτωχή Ελλάδα. Σε ένα χωρίο στον Ευβοϊκό οι άνθρωποι παλεύουν για τον επιούσιο.Τα αγαθά λιγοστά και ο χειμώνας βαρύς.Τα κυπαρίσσια στην αυλή της εκκλησιάς της περιμένουν να ντυθούν στα λευκά. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν….
Ένα κυπαρισσάκι όμως ανησυχεί.Θα αντέξει το βοριά η΄ θα χάσει τη μάχη μαζί του και θα ξεριζωθεί?
Αλήθεια μπορεί να ελπίζει σε ένα θαύμα?Μα ,γίνονται θαύματα?Ξημερώνει…..
Το κυπαρίσσι που έγερνε είναι ένα οικολογικό,συμβολικό,ψυχολογικό παραμύθι για μεγάλους και παιδιά ,πέρα έως πέρα πραγματικό!!!!!!!
«Το κυπαρίσσι που έγερνε» πήρε έπαινο το 2012 στον πανελλήνιο διαγωνισμό παραμυθιού που διοργάνωσε η Πανελληνία Ένωση Λογοτεχνών.
Η συγγραφέας Στέλλα Αρβανίτη, εμπνεόμενη από τον περίγυρο της πραγματικής ζωής που σχετίζεται με τον τόπο καταγωγής της, συνδέει την βιωματική της εμπειρία με τη λογοτεχνική γραφή. Αποτέλεσμα τούτης της «συνομιλίας» αποτελεί το κείμενο μέσα από το οποίο παίρνει σάρκα και οστά η περίπτωση ενός μικρού κυπαρισσιού.
Η Στέλλα Αρβανίτη με έναν τρόπο αμιγώς καλλιτεχνικό επιχειρεί να δώσει μια μυθοπλαστική προσέγγιση στην βαρύνουσα παρουσία της εκκλησίας της Παναγίας για την κοινωνική συνείδηση ενός επαρχιακού χωριού της Εύβοιας-πιθανά να σχετίζεται με τον Άγιο Γεώργιο Λιχάδος, τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής της-και μας εισάγει στον λογοτεχνικό κόσμο του φανταστικού εκεί που τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Η γραφή της παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς στο πρώτο μέρος του βιβλίου της ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα σκηνικό λιτό μα γνώριμο στα βιώματα των περισσότερων αφού αποτέλεσε έναν κοινό καμβά πάνω στον οποίο αποτυπωνόταν η καθημερινή ζωή της ελληνικής επαρχίας λίγο μετά τον Μεσοπόλεμο. Απλότητα, λειτουργικές σχέσεις, θρησκευτικό συναίσθημα και κοινοτική συνείδηση όλα ζυμωμένα με τη ματιά της Στέλλας σε λίγες παραγράφους αλλά κατάλληλα τοποθετημένα για να αναδειχθεί το θέμα της ιστορίας: Ανάμεσα στα αιωνόβια κυπαρίσσια που συνθέτουν την εικόνα γύρω από το ναό της Παναγίας υπάρχει κι ένα λιανό ψηλόλιγνο κυπαρισσάκι που δεν έχει βαθιές ακόμα ρίζες.
Παραμονές Χριστουγέννων κι ενώ ο καιρός υποτροπιάζει σε έντονη χιονόπτωση η πιθανότητα να σκεπαστεί το κυπαρισσάκι δημιουργεί δύο δυνάμει αντιθετικά ενδεχόμενα, αποτέλεσμα όμως της ίδιας συνθήκης: Το πυκνό χιόνι που θα πέσει θα βαρύνει το μικρό κυπαρίσσι με κίνδυνο να το ρίξει μιας που δεν στηρίζεται γερά και γέρνει, και η πτώση του θα αποβεί επικίνδυνη για τους κατοίκους του χωριού και την εκκλησία της Παναγίας. Ο λόγος της Στέλλας έχει μια εσωτερική δύναμη και παράλληλα μια τρυφερότητα. Οι διάλογοι έχουν ζωντάνια και ένταση που ενδυναμώνουν τις αντιθέσεις των συναισθημάτων: «Ββββ… αντέχεις, μικρέ…;» του έλεγε περιπαικτικά, ο βοριάς στριφογυρίζοντας ολόγυρά του. «Αντέχω ακόμη», έλεγε εκείνο και έσφιγγε τις ρίζες του και προσπαθούσε να αγκαλιάσει πιο σφιχτά το χώμα! «Κουράγιο», του έλεγαν τα άλλα κυπαρίσσια. «Σαν δυναμώσει ο κορμός σου και γίνεις σαν και μας, δεν θα φοβάσαι πια το βοριά…» Μα έτρεμαν τα φυλλαράκια του κυπαρισσιού από το φόβο. Ήξερε πως, αν ο βοριάς επέμενε κι άλλο, οι ρίζες του θα το εγκατέλειπαν. Το ήξερε ο βοριάς αυτό και δεν το άφηνε σε ησυχία. «Ββββ, πόσο θα αντέξεις ακόμη, μικρέ; Στο τέλος θα σε ρίξω», έλεγε ο βοριάς και η παγερή του ανάσα έσφιγγε το κυπαρισσάκι. Είχε δίκιο ο βοριάς και το κυπαρισσάκι το ήξερε…
Παράλληλα η συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν τρόπο σχεδόν παραμυθιακό για να αναδείξει το θέμα της. Από την παράθεση του χώρου και των πρωταγωνιστών, μας οδηγεί μέσα από την αλλαγή του σκηνικού καιρικά, στο κεντρικό επεισόδιο της κρίσης –το χιονοφόρτωμα και την επικίνδυνη κλίση του κυπαρισσιού- γεγονός που δημιουργεί μια κινητικότητα συναισθηματική των αντιθέσεων –να κοπεί το κυπαρισσάκι και να σωθεί το χωριό κι η εκκλησία ή να ζήσει το κυπαρισσάκι και να αποτελεί κίνδυνο για το ανθρωπογενές περιβάλλον;
Επιτελείται επίσης η ανάδειξη της προσωποποίησης του φυσικού κόσμου (ομιλών βοριάς και κυπαρίσσια) που συμμετέχει ισότιμα με το ανθρώπινο στοιχείο και καταγράφεται η χρήση αντιθετικών ζευγών. Σε επίπεδο πρωταγωνιστών (βοριάς-κυπαρισσάκι), διαθέσεων (κυπαρίσσια-κυπαρισσάκι: «Κράτα μικρέ-Δεν με κρα-τούν άλλο πια οι ρίζες μου»), και στάσεων (κάτοικοι-παπάς του χωριού «Να το κό-ψουμε αύριο). Λόγος απλός αλλά δυνατός, έντονες εικόνες, κινητικότητα αντιθετικών συναισθημάτων, εσωτερικές εντάσεις, μονοεπεισοδιακή ακολουθία της δράσης και πλήρωση του προσδοκώμενου είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το ενδιαφέρον έργο της Στέλλας Αρβανίτη και το περιεχόμενό του το καθιστά ένα πολύτιμο δώρο στους μικρούς και μεγαλύτερους φίλους του λογοτεχνικού βιβλίου για παιδιά.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Είναι μεσοπόλεμος,οι εποχές δύσκολες για τη φτωχή Ελλάδα. Σε ένα χωρίο στον Ευβοϊκό οι άνθρωποι παλεύουν για τον επιούσιο.Τα αγαθά λιγοστά και ο χειμώνας βαρύς.Τα κυπαρίσσια στην αυλή της εκκλησιάς της περιμένουν να ντυθούν στα λευκά. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν….
Ένα κυπαρισσάκι όμως ανησυχεί.Θα αντέξει το βοριά η΄ θα χάσει τη μάχη μαζί του και θα ξεριζωθεί?
Αλήθεια μπορεί να ελπίζει σε ένα θαύμα?Μα ,γίνονται θαύματα?Ξημερώνει…..
Το κυπαρίσσι που έγερνε είναι ένα οικολογικό,συμβολικό,ψυχολογικό παραμύθι για μεγάλους και παιδιά ,πέρα έως πέρα πραγματικό!!!!!!!
«Το κυπαρίσσι που έγερνε» πήρε έπαινο το 2012 στον πανελλήνιο διαγωνισμό παραμυθιού που διοργάνωσε η Πανελληνία Ένωση Λογοτεχνών.
Η συγγραφέας Στέλλα Αρβανίτη, εμπνεόμενη από τον περίγυρο της πραγματικής ζωής που σχετίζεται με τον τόπο καταγωγής της, συνδέει την βιωματική της εμπειρία με τη λογοτεχνική γραφή. Αποτέλεσμα τούτης της «συνομιλίας» αποτελεί το κείμενο μέσα από το οποίο παίρνει σάρκα και οστά η περίπτωση ενός μικρού κυπαρισσιού.
Η Στέλλα Αρβανίτη με έναν τρόπο αμιγώς καλλιτεχνικό επιχειρεί να δώσει μια μυθοπλαστική προσέγγιση στην βαρύνουσα παρουσία της εκκλησίας της Παναγίας για την κοινωνική συνείδηση ενός επαρχιακού χωριού της Εύβοιας-πιθανά να σχετίζεται με τον Άγιο Γεώργιο Λιχάδος, τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής της-και μας εισάγει στον λογοτεχνικό κόσμο του φανταστικού εκεί που τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Η γραφή της παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς στο πρώτο μέρος του βιβλίου της ξεδιπλώνει μπροστά μας ένα σκηνικό λιτό μα γνώριμο στα βιώματα των περισσότερων αφού αποτέλεσε έναν κοινό καμβά πάνω στον οποίο αποτυπωνόταν η καθημερινή ζωή της ελληνικής επαρχίας λίγο μετά τον Μεσοπόλεμο. Απλότητα, λειτουργικές σχέσεις, θρησκευτικό συναίσθημα και κοινοτική συνείδηση όλα ζυμωμένα με τη ματιά της Στέλλας σε λίγες παραγράφους αλλά κατάλληλα τοποθετημένα για να αναδειχθεί το θέμα της ιστορίας: Ανάμεσα στα αιωνόβια κυπαρίσσια που συνθέτουν την εικόνα γύρω από το ναό της Παναγίας υπάρχει κι ένα λιανό ψηλόλιγνο κυπαρισσάκι που δεν έχει βαθιές ακόμα ρίζες.
Παραμονές Χριστουγέννων κι ενώ ο καιρός υποτροπιάζει σε έντονη χιονόπτωση η πιθανότητα να σκεπαστεί το κυπαρισσάκι δημιουργεί δύο δυνάμει αντιθετικά ενδεχόμενα, αποτέλεσμα όμως της ίδιας συνθήκης: Το πυκνό χιόνι που θα πέσει θα βαρύνει το μικρό κυπαρίσσι με κίνδυνο να το ρίξει μιας που δεν στηρίζεται γερά και γέρνει, και η πτώση του θα αποβεί επικίνδυνη για τους κατοίκους του χωριού και την εκκλησία της Παναγίας. Ο λόγος της Στέλλας έχει μια εσωτερική δύναμη και παράλληλα μια τρυφερότητα. Οι διάλογοι έχουν ζωντάνια και ένταση που ενδυναμώνουν τις αντιθέσεις των συναισθημάτων: «Ββββ… αντέχεις, μικρέ…;» του έλεγε περιπαικτικά, ο βοριάς στριφογυρίζοντας ολόγυρά του. «Αντέχω ακόμη», έλεγε εκείνο και έσφιγγε τις ρίζες του και προσπαθούσε να αγκαλιάσει πιο σφιχτά το χώμα! «Κουράγιο», του έλεγαν τα άλλα κυπαρίσσια. «Σαν δυναμώσει ο κορμός σου και γίνεις σαν και μας, δεν θα φοβάσαι πια το βοριά…» Μα έτρεμαν τα φυλλαράκια του κυπαρισσιού από το φόβο. Ήξερε πως, αν ο βοριάς επέμενε κι άλλο, οι ρίζες του θα το εγκατέλειπαν. Το ήξερε ο βοριάς αυτό και δεν το άφηνε σε ησυχία. «Ββββ, πόσο θα αντέξεις ακόμη, μικρέ; Στο τέλος θα σε ρίξω», έλεγε ο βοριάς και η παγερή του ανάσα έσφιγγε το κυπαρισσάκι. Είχε δίκιο ο βοριάς και το κυπαρισσάκι το ήξερε…
Παράλληλα η συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν τρόπο σχεδόν παραμυθιακό για να αναδείξει το θέμα της. Από την παράθεση του χώρου και των πρωταγωνιστών, μας οδηγεί μέσα από την αλλαγή του σκηνικού καιρικά, στο κεντρικό επεισόδιο της κρίσης –το χιονοφόρτωμα και την επικίνδυνη κλίση του κυπαρισσιού- γεγονός που δημιουργεί μια κινητικότητα συναισθηματική των αντιθέσεων –να κοπεί το κυπαρισσάκι και να σωθεί το χωριό κι η εκκλησία ή να ζήσει το κυπαρισσάκι και να αποτελεί κίνδυνο για το ανθρωπογενές περιβάλλον;
Επιτελείται επίσης η ανάδειξη της προσωποποίησης του φυσικού κόσμου (ομιλών βοριάς και κυπαρίσσια) που συμμετέχει ισότιμα με το ανθρώπινο στοιχείο και καταγράφεται η χρήση αντιθετικών ζευγών. Σε επίπεδο πρωταγωνιστών (βοριάς-κυπαρισσάκι), διαθέσεων (κυπαρίσσια-κυπαρισσάκι: «Κράτα μικρέ-Δεν με κρα-τούν άλλο πια οι ρίζες μου»), και στάσεων (κάτοικοι-παπάς του χωριού «Να το κό-ψουμε αύριο). Λόγος απλός αλλά δυνατός, έντονες εικόνες, κινητικότητα αντιθετικών συναισθημάτων, εσωτερικές εντάσεις, μονοεπεισοδιακή ακολουθία της δράσης και πλήρωση του προσδοκώμενου είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το ενδιαφέρον έργο της Στέλλας Αρβανίτη και το περιεχόμενό του το καθιστά ένα πολύτιμο δώρο στους μικρούς και μεγαλύτερους φίλους του λογοτεχνικού βιβλίου για παιδιά.