Άρθρο του Νίκου Ζέρβα
Τι μας δείχνει η πολύκροτη υπόθεση της ΕΡΤ; Μας δείχνει, κατ’ αρχάς, την ασυδοσία των δημοσιογραφικών, και όχι μόνο, συντεχνιών της, οι οποίες παρ’ ότι για δεκαετίες επώαζαν την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία και τους πελατειακούς διορισμούς της, σιγοντάροντας τη βύθισή της και καθιστώντας την μια ελλειμματική και προβληματική επιχείρηση, αυτή τη στιγμή, φοβούμενες να αναλάβουν τις ευθύνες τους, βρίσκονται στα κάγκελα.
Μας δείχνει, επίσης, την υποκρισία των σοβαρών, ηθικών και -γιατί όχι- τίμιων εργαζομένων της, που παρά τις καλές τους προθέσεις, συμμετείχαν, αλόγιστα για τις μελλοντικές συνέπειες, στο μεγάλο party. Μας παρουσιάζει τον φαρισαϊσμό των ’’φωστήρων’’, της πνευματικής ελίτ του τόπου (ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, Εκκλησία κλπ), που ενώ γνώριζαν τι συνέβαινε, τώρα –όπως και για την οικονομική κρίση- εμφανίζονται ως άμωμες παρθένες.
Ως προς τους πολιτικούς, μας προκαλεί για μια ακόμη φορά αηδία η στάση των ’’χαλίφηδων’’ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι ενώ κατηγορούσαν πάντοτε τη δημόσια τηλεόραση ως κυβερνητικό φερέφωνο και -σωστά- ως άντρο «ημετέρων», τη δεδομένη στιγμή κάνουν λόγο για ’’πραξικόπημα’’, επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως τη διγλωσσία και την αυτοαναίρεσή τους. Μας επιβεβαιώνει δε την πρόταξη των μικροκομματικών, δημοσκοπικών και ψηφοθηρικών συμφερόντων έναντι εκείνων της χώρας απ’ τους πρωταγωνιστές του πολιτικού μας συστήματος.
Επιπλέον, μας επιβεβαιώνεται και πάλι η παραδοσιακή ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και να φέρουν εις πέρας τις αναγκαίες, για την αλλαγή της πορείας του τόπου, μεταρρυθμίσεις. Η συμβολή δε των αρμοδίων υπουργών -τόσο επί της παρούσης κυβερνήσεως, όσο και εκείνων του παρελθόντος-, και ιδιαιτέρως δε εκείνων που εστιάζουν στην ερμηνεία του Συνταγματικού Χάρτη της χώρας -και τη διδάσκουν στα Πανεπιστήμια- στη ματαίωση κάθε μεταρρυθμιστικού πλάνου «επανίδρυσης» του κράτους (λ.χ. εξυγίανση λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών) υπήρξε και συνεχίζει να είναι καθοριστική.
Αυτό που τονίζει όμως, περισσότερο απ’ όλα, τόσο η ΕΡΤ, όσο και το πρόσφατο σίριαλ του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, είναι η έλλειψη συντονισμού και συνοχής εντός της κυβερνήσεως.
Η ύπαρξη συντονισμού στο εσωτερικό μιας κυβέρνησης αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ορθή και αποτελεσματική της λειτουργία. Η συντονισμένη και συνεκτική της δράση είναι εκείνη που την οδηγεί στη λήψη και εκτέλεση των αναγκαίων για την πρόοδο της χώρας και της κοινωνίας αποφάσεων. Η δράση αυτή, βέβαια, οφείλει με τη σειρά της να στηρίζεται πάνω σ’ ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, απαραίτητα χαρακτηριστικά για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή του οποίου, πρέπει να είναι η πολιτική βούληση, κυρίως δε ο διάλογος και η συναίνεση. Μια συναίνεση, όμως, που εκλείπει από τον τόπο μας τουλάχιστον τους τελευταίους δύο αιώνες.
Από την Επανάσταση του 1821 και έπειτα, παρά τις εθνικές κορώνες περί ομοψυχίας, γενναιότητας, προσήλωσης στον αγώνα και κοινού οράματος για την απελευθέρωση της πατρίδας, στον τόπο κυριάρχησε ο διχασμός. Παράλληλα με τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Οθωμανών, στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη λάμβαναν χώρα εμφύλιοι σπαραγμοί. Πάνω σ’ αυτούς, αλλά και στη συμβολή των ’’συμμαχικών’’ δυνάμεων δομήθηκαν οι φατρίες, που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή, καλλιεργώντας τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις στη συνείδηση των Ρωμιών. Μετέπειτα, ο Εθνικός Διχασμός του 1915 παγίωσε στην Ελλάδα το δικομματισμό, μαζί με όλες τις τραγικές του συνέπειες. Η κόντρα μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών οδήγησε στη δικτατορία του Μεταξά. Η σύγκρουση, ύστερα από την κατοχή, αλλά και το νέο εμφύλιο πόλεμο -οι ευθύνες για το ξέσπασμα του οποίου βαραίνουν κυρίως το ΚΚΕ και την από μέρους του άρνηση συμμετοχής στις εκλογές του 1946- μεταξύ Δεξιάς και Αντιδεξιάς προκάλεσε μια σοβαρή και επικίνδυνη πολιτική αστάθεια, με συνέπεια την επέμβαση και τον σκοταδισμό των συνταγματαρχών. Ο δε διπολισμός μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση, μαζί με την εκ μέρους τους εξαγορά των κοινωνικών στρωμάτων έφερε την Ελλάδα ένα βήμα πριν από την άβυσσο της χρεωκοπίας.
Ωστόσο, στην έστω και προσωρινή αποφυγή της οικονομικής χρεωκοπίας -η πολιτική, πολλώ δε μάλλον η ηθική έχει ήδη επέλθει- συνέβαλε ο σχηματισμός μια υγιούς, εκ πρώτης όψεως, τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας έναν ακριβώς χρόνο νωρίτερα. Έστω και καθυστερημένα οι αρχηγοί των υπευθύνων -τινί τρόπο- πολιτικών δυνάμεων, έλαβαν το μήνυμα του ελληνικού λαού για παραμερισμό των μεταξύ τους ιδεολογικών διαφορών και ανάπτυξη μιας κοινής και υπεύθυνης δράσεως για την αποτροπή της μοιραίας πορείας. Παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, επέδειξαν σύνεση, αναπτύσσοντας τη διαχρονικά απούσα, αλλά συνάμα αναγκαία συναίνεση για τον εξορθολογισμό του τρόπου λειτουργίας του κρατικού, και όχι μόνο, μηχανισμού. Εντούτοις, παρά την αρχική συναίνεση, περιπτώσεις όπως της ΕΡΤ αποδεικνύουν περίτρανα την έλλειψη συνοχής εντός του κυβερνητικού σχήματος.
Ως προς τη συνοχή της κυβέρνησης, το Σύνταγμά μας προβλέπει, πως την ενότητα και την κατεύθυνση των ενεργειών της, την εξασφαλίζει και προσδιορίζει αντίστοιχα ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο πρωθυπουργός κατέχει περίοπτη θέση στο εσωτερικό μιας κυβέρνησης. Είναι εκείνος που διορίζει και παύει τα μέλη της, θέτει τους στόχους της και προσδιορίζει τις κινήσεις της. Επιπλέον όντας, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας που λαμβάνει την απόλυτη εμπιστοσύνη των αντιπροσώπων του λαού -εξαιρουμένων των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων του 2012- κατευθύνει και το νομοθετικό έργο της χώρας. Γενικά ο πρωθυπουργός απολαμβάνει μια δεσπόζουσα θέση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, που του την παρείχαν τόσο οι πλειοψηφικοί εκλογικοί νόμοι, κυρίως δε η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, όταν και καταργήθηκαν οι περιβόητες προεδρικές ’’υπερεξουσίες’’.
Παρ’ αυτά όμως, αν μη τι άλλο ο πρόεδρος της εκάστοτε κυβέρνησης είναι ένας κανονικός άνθρωπος, που προφανώς δεν διαθέτει υπερφυσικές ικανότητες για την καθοδήγηση του συνόλου του κυβερνητικού έργου. Γι’ αυτόν τον λόγο δύναται να εκχωρεί μέρος των αρμοδιοτήτων του σε άλλα, προβλεπόμενα απ’ το Συνταγματικό Χάρτη, αλλά και από τους κείμενους κανόνες δικαίου, όργανα για την επιτέλεση της συγκεκριμένης λειτουργίας. Μεταξύ αυτών βρίσκονται οι Αντιπρόεδροι της κυβέρνησης -εάν έχουν διοριστεί-, ο Υπουργός Επικρατείας, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης και ο αντίστοιχος του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού. Αυτοί είναι οι άνθρωποι κλειδιά για κάθε πρωθυπουργό, άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης του, που συμμετάσχουν στο επίπονο έργο του συντονισμού. Πολλώ δε μάλλον για τον σημερινό πρωθυπουργό, όταν οι τρεις τελευταίοι απ’ τους προαναφερθέντες, διάβηκαν μαζί του για 11 ολόκληρα χρόνια -απ’ το 1993- την «πολιτική έρημο».
Είναι όμως πανάκεια για την αποτελεσματική λειτουργίας μιας κυβέρνησης η καθοδήγησή της αποκλειστικά απ’ τον πρωθυπουργό και τους επιτελείς του; Ασφαλώς και όχι! Οι σημερινές συνθήκες άλλα μαρτυρούν. Οι τριγμοί στο κυβερνητικό σχήμα των τριών εταίρων, παρά τις όποιες διαφορές ιδεολογίας, οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ολιγαρχία που έχει αναλάβει την οργάνωση και την κατεύθυνσή της. Πάνω σ’ αυτήν έγκεινται τόσο οι προστριβές μεταξύ των δυνάμεων που τη στηρίζουν, όσο και η καχυποψία που παρατηρείται στις τάξεις των υπολοίπων μελών της (υπουργών και υφυπουργών) για την ’’κλίκα’’ του αρχηγού. Επομένως, τι απαιτείται για την αντιμετώπιση της παθολογικής αυτής καταστάσεως; Η αποκατάσταση της δημοκρατίας στο εσωτερικό της!
Το κυβερνητικό έλλειμμα δημοκρατίας, διαχρονικό και αυτό με τη σειρά του στην πολιτική ζωή του τόπου, προκαλείται απ’ τον παραγκωνισμό του σημαντικότερου εκ του Συντάγματος οργάνου της, του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το συλλογικό εκείνο όργανο, στο οποίο πρέπει να λαμβάνεται κάθε κυβερνητική απόφαση, η οποία εν συνεχεία εκτελείται απ’ τους αρμόδιους υπουργούς. Κάθε μέλος του έχει τη δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του, να συμμετάσχει σ’ έναν δημιουργικό διάλογο, απ’ τον οποίο θα αναδειχθούν και θα ληφθούν ομοφώνως οι αναγκαίες, για την πορεία της χώρας, αποφάσεις. Αυτά προβλέπει ο Κανονισμός Λειτουργίας του, συνταγμένος απ’ τον ομολογουμένως πιο επιτυχημένο Γραμματέα του Συμβουλίου, την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Ευάγγελο Βολουδάκη. Παράλληλα, τονίζονται απ’ τον Κανονισμό και οι τακτικές του, ανά δύο εβδομάδες, συνεδριάσεις. Κάτι το οποίο όμως, δυστυχώς, δεν εφαρμόστηκε ούτε κατά το παρελθόν, δεν συναντάται ούτε στην παρούσα κυβέρνηση, με τις ευθύνες να βαραίνουν, πλην του πρωθυπουργού, και τους δύο άλλους αρχηγούς που στηρίζουν την κυβέρνηση. Διότι, τις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, του κεντρικού και αποφασιστικού οργάνου του κυβερνητικού σχήματος, έχει στις μέρες μας αντικαταστήσει μια ’’Παρακυβέρνηση’’, η περιβόητη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.
Πέραν όμως της αποκατάστασης της δημοκρατίας εντός των κυβερνητικών τειχών, την ορθή λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου θα εξασφαλίσει και η υποστήριξή του από μια αποτελεσματική Γραμματεία. Προσοχή όμως! Γραμματεία και όχι Γραμματέας, που ως εντεταλμένος αυξάνει την παντοδυναμία του πρωθυπουργού. Μια Γραμματεία ουδέτερη και ανεξάρτητη, με πολυετή θητεία -που να μην εξαρτάται η σύνθεσή της από την εναλλαγή των κυβερνώντων-, στελεχωμένη με ικανούς ανθρώπους, που θα συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία του Συμβουλίου, προάγοντας τη διαβούλευση μεταξύ των μελών του και εξασφαλίζοντας τον πολυπόθητο συντονισμό της κυβερνητικής δράσης.
Έναν συντονισμό,ανεξαρτήτως εάν η σημερινή έλλειψη του θα οδηγήσει ή όχι στην τραγική πτώση μιας αρχικά υγιούς κυβέρνησης συνεργασίας, πάνω στον οποίο θα αποτυπώνεται μια κοινή και αποδεκτή πορεία για ένα ευοίωνο μέλλον της πατρίδας, του τόπου, της κοινωνίας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών
Τι μας δείχνει η πολύκροτη υπόθεση της ΕΡΤ; Μας δείχνει, κατ’ αρχάς, την ασυδοσία των δημοσιογραφικών, και όχι μόνο, συντεχνιών της, οι οποίες παρ’ ότι για δεκαετίες επώαζαν την αδιαφάνεια, την αναξιοκρατία και τους πελατειακούς διορισμούς της, σιγοντάροντας τη βύθισή της και καθιστώντας την μια ελλειμματική και προβληματική επιχείρηση, αυτή τη στιγμή, φοβούμενες να αναλάβουν τις ευθύνες τους, βρίσκονται στα κάγκελα.
Μας δείχνει, επίσης, την υποκρισία των σοβαρών, ηθικών και -γιατί όχι- τίμιων εργαζομένων της, που παρά τις καλές τους προθέσεις, συμμετείχαν, αλόγιστα για τις μελλοντικές συνέπειες, στο μεγάλο party. Μας παρουσιάζει τον φαρισαϊσμό των ’’φωστήρων’’, της πνευματικής ελίτ του τόπου (ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, Εκκλησία κλπ), που ενώ γνώριζαν τι συνέβαινε, τώρα –όπως και για την οικονομική κρίση- εμφανίζονται ως άμωμες παρθένες.
Ως προς τους πολιτικούς, μας προκαλεί για μια ακόμη φορά αηδία η στάση των ’’χαλίφηδων’’ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι οποίοι ενώ κατηγορούσαν πάντοτε τη δημόσια τηλεόραση ως κυβερνητικό φερέφωνο και -σωστά- ως άντρο «ημετέρων», τη δεδομένη στιγμή κάνουν λόγο για ’’πραξικόπημα’’, επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως τη διγλωσσία και την αυτοαναίρεσή τους. Μας επιβεβαιώνει δε την πρόταξη των μικροκομματικών, δημοσκοπικών και ψηφοθηρικών συμφερόντων έναντι εκείνων της χώρας απ’ τους πρωταγωνιστές του πολιτικού μας συστήματος.
Επιπλέον, μας επιβεβαιώνεται και πάλι η παραδοσιακή ανικανότητα των ελληνικών κυβερνήσεων να φανούν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους και να φέρουν εις πέρας τις αναγκαίες, για την αλλαγή της πορείας του τόπου, μεταρρυθμίσεις. Η συμβολή δε των αρμοδίων υπουργών -τόσο επί της παρούσης κυβερνήσεως, όσο και εκείνων του παρελθόντος-, και ιδιαιτέρως δε εκείνων που εστιάζουν στην ερμηνεία του Συνταγματικού Χάρτη της χώρας -και τη διδάσκουν στα Πανεπιστήμια- στη ματαίωση κάθε μεταρρυθμιστικού πλάνου «επανίδρυσης» του κράτους (λ.χ. εξυγίανση λειτουργίας δημοσίων υπηρεσιών) υπήρξε και συνεχίζει να είναι καθοριστική.
Αυτό που τονίζει όμως, περισσότερο απ’ όλα, τόσο η ΕΡΤ, όσο και το πρόσφατο σίριαλ του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, είναι η έλλειψη συντονισμού και συνοχής εντός της κυβερνήσεως.
Η ύπαρξη συντονισμού στο εσωτερικό μιας κυβέρνησης αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ορθή και αποτελεσματική της λειτουργία. Η συντονισμένη και συνεκτική της δράση είναι εκείνη που την οδηγεί στη λήψη και εκτέλεση των αναγκαίων για την πρόοδο της χώρας και της κοινωνίας αποφάσεων. Η δράση αυτή, βέβαια, οφείλει με τη σειρά της να στηρίζεται πάνω σ’ ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, απαραίτητα χαρακτηριστικά για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή του οποίου, πρέπει να είναι η πολιτική βούληση, κυρίως δε ο διάλογος και η συναίνεση. Μια συναίνεση, όμως, που εκλείπει από τον τόπο μας τουλάχιστον τους τελευταίους δύο αιώνες.
Από την Επανάσταση του 1821 και έπειτα, παρά τις εθνικές κορώνες περί ομοψυχίας, γενναιότητας, προσήλωσης στον αγώνα και κοινού οράματος για την απελευθέρωση της πατρίδας, στον τόπο κυριάρχησε ο διχασμός. Παράλληλα με τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Οθωμανών, στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη λάμβαναν χώρα εμφύλιοι σπαραγμοί. Πάνω σ’ αυτούς, αλλά και στη συμβολή των ’’συμμαχικών’’ δυνάμεων δομήθηκαν οι φατρίες, που κυριάρχησαν στην πολιτική ζωή, καλλιεργώντας τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις στη συνείδηση των Ρωμιών. Μετέπειτα, ο Εθνικός Διχασμός του 1915 παγίωσε στην Ελλάδα το δικομματισμό, μαζί με όλες τις τραγικές του συνέπειες. Η κόντρα μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών οδήγησε στη δικτατορία του Μεταξά. Η σύγκρουση, ύστερα από την κατοχή, αλλά και το νέο εμφύλιο πόλεμο -οι ευθύνες για το ξέσπασμα του οποίου βαραίνουν κυρίως το ΚΚΕ και την από μέρους του άρνηση συμμετοχής στις εκλογές του 1946- μεταξύ Δεξιάς και Αντιδεξιάς προκάλεσε μια σοβαρή και επικίνδυνη πολιτική αστάθεια, με συνέπεια την επέμβαση και τον σκοταδισμό των συνταγματαρχών. Ο δε διπολισμός μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ στη μεταπολίτευση, μαζί με την εκ μέρους τους εξαγορά των κοινωνικών στρωμάτων έφερε την Ελλάδα ένα βήμα πριν από την άβυσσο της χρεωκοπίας.
Ωστόσο, στην έστω και προσωρινή αποφυγή της οικονομικής χρεωκοπίας -η πολιτική, πολλώ δε μάλλον η ηθική έχει ήδη επέλθει- συνέβαλε ο σχηματισμός μια υγιούς, εκ πρώτης όψεως, τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας έναν ακριβώς χρόνο νωρίτερα. Έστω και καθυστερημένα οι αρχηγοί των υπευθύνων -τινί τρόπο- πολιτικών δυνάμεων, έλαβαν το μήνυμα του ελληνικού λαού για παραμερισμό των μεταξύ τους ιδεολογικών διαφορών και ανάπτυξη μιας κοινής και υπεύθυνης δράσεως για την αποτροπή της μοιραίας πορείας. Παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, επέδειξαν σύνεση, αναπτύσσοντας τη διαχρονικά απούσα, αλλά συνάμα αναγκαία συναίνεση για τον εξορθολογισμό του τρόπου λειτουργίας του κρατικού, και όχι μόνο, μηχανισμού. Εντούτοις, παρά την αρχική συναίνεση, περιπτώσεις όπως της ΕΡΤ αποδεικνύουν περίτρανα την έλλειψη συνοχής εντός του κυβερνητικού σχήματος.
Ως προς τη συνοχή της κυβέρνησης, το Σύνταγμά μας προβλέπει, πως την ενότητα και την κατεύθυνση των ενεργειών της, την εξασφαλίζει και προσδιορίζει αντίστοιχα ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ο πρωθυπουργός κατέχει περίοπτη θέση στο εσωτερικό μιας κυβέρνησης. Είναι εκείνος που διορίζει και παύει τα μέλη της, θέτει τους στόχους της και προσδιορίζει τις κινήσεις της. Επιπλέον όντας, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας που λαμβάνει την απόλυτη εμπιστοσύνη των αντιπροσώπων του λαού -εξαιρουμένων των δύο τελευταίων εκλογικών αναμετρήσεων του 2012- κατευθύνει και το νομοθετικό έργο της χώρας. Γενικά ο πρωθυπουργός απολαμβάνει μια δεσπόζουσα θέση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, που του την παρείχαν τόσο οι πλειοψηφικοί εκλογικοί νόμοι, κυρίως δε η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, όταν και καταργήθηκαν οι περιβόητες προεδρικές ’’υπερεξουσίες’’.
Παρ’ αυτά όμως, αν μη τι άλλο ο πρόεδρος της εκάστοτε κυβέρνησης είναι ένας κανονικός άνθρωπος, που προφανώς δεν διαθέτει υπερφυσικές ικανότητες για την καθοδήγηση του συνόλου του κυβερνητικού έργου. Γι’ αυτόν τον λόγο δύναται να εκχωρεί μέρος των αρμοδιοτήτων του σε άλλα, προβλεπόμενα απ’ το Συνταγματικό Χάρτη, αλλά και από τους κείμενους κανόνες δικαίου, όργανα για την επιτέλεση της συγκεκριμένης λειτουργίας. Μεταξύ αυτών βρίσκονται οι Αντιπρόεδροι της κυβέρνησης -εάν έχουν διοριστεί-, ο Υπουργός Επικρατείας, ο Γενικός Γραμματέας της Κυβέρνησης και ο αντίστοιχος του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού. Αυτοί είναι οι άνθρωποι κλειδιά για κάθε πρωθυπουργό, άτομα της απολύτου εμπιστοσύνης του, που συμμετάσχουν στο επίπονο έργο του συντονισμού. Πολλώ δε μάλλον για τον σημερινό πρωθυπουργό, όταν οι τρεις τελευταίοι απ’ τους προαναφερθέντες, διάβηκαν μαζί του για 11 ολόκληρα χρόνια -απ’ το 1993- την «πολιτική έρημο».
Είναι όμως πανάκεια για την αποτελεσματική λειτουργίας μιας κυβέρνησης η καθοδήγησή της αποκλειστικά απ’ τον πρωθυπουργό και τους επιτελείς του; Ασφαλώς και όχι! Οι σημερινές συνθήκες άλλα μαρτυρούν. Οι τριγμοί στο κυβερνητικό σχήμα των τριών εταίρων, παρά τις όποιες διαφορές ιδεολογίας, οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ολιγαρχία που έχει αναλάβει την οργάνωση και την κατεύθυνσή της. Πάνω σ’ αυτήν έγκεινται τόσο οι προστριβές μεταξύ των δυνάμεων που τη στηρίζουν, όσο και η καχυποψία που παρατηρείται στις τάξεις των υπολοίπων μελών της (υπουργών και υφυπουργών) για την ’’κλίκα’’ του αρχηγού. Επομένως, τι απαιτείται για την αντιμετώπιση της παθολογικής αυτής καταστάσεως; Η αποκατάσταση της δημοκρατίας στο εσωτερικό της!
Το κυβερνητικό έλλειμμα δημοκρατίας, διαχρονικό και αυτό με τη σειρά του στην πολιτική ζωή του τόπου, προκαλείται απ’ τον παραγκωνισμό του σημαντικότερου εκ του Συντάγματος οργάνου της, του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Υπουργικό Συμβούλιο είναι το συλλογικό εκείνο όργανο, στο οποίο πρέπει να λαμβάνεται κάθε κυβερνητική απόφαση, η οποία εν συνεχεία εκτελείται απ’ τους αρμόδιους υπουργούς. Κάθε μέλος του έχει τη δυνατότητα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του, να συμμετάσχει σ’ έναν δημιουργικό διάλογο, απ’ τον οποίο θα αναδειχθούν και θα ληφθούν ομοφώνως οι αναγκαίες, για την πορεία της χώρας, αποφάσεις. Αυτά προβλέπει ο Κανονισμός Λειτουργίας του, συνταγμένος απ’ τον ομολογουμένως πιο επιτυχημένο Γραμματέα του Συμβουλίου, την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, τον Ευάγγελο Βολουδάκη. Παράλληλα, τονίζονται απ’ τον Κανονισμό και οι τακτικές του, ανά δύο εβδομάδες, συνεδριάσεις. Κάτι το οποίο όμως, δυστυχώς, δεν εφαρμόστηκε ούτε κατά το παρελθόν, δεν συναντάται ούτε στην παρούσα κυβέρνηση, με τις ευθύνες να βαραίνουν, πλην του πρωθυπουργού, και τους δύο άλλους αρχηγούς που στηρίζουν την κυβέρνηση. Διότι, τις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, του κεντρικού και αποφασιστικού οργάνου του κυβερνητικού σχήματος, έχει στις μέρες μας αντικαταστήσει μια ’’Παρακυβέρνηση’’, η περιβόητη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.
Πέραν όμως της αποκατάστασης της δημοκρατίας εντός των κυβερνητικών τειχών, την ορθή λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου θα εξασφαλίσει και η υποστήριξή του από μια αποτελεσματική Γραμματεία. Προσοχή όμως! Γραμματεία και όχι Γραμματέας, που ως εντεταλμένος αυξάνει την παντοδυναμία του πρωθυπουργού. Μια Γραμματεία ουδέτερη και ανεξάρτητη, με πολυετή θητεία -που να μην εξαρτάται η σύνθεσή της από την εναλλαγή των κυβερνώντων-, στελεχωμένη με ικανούς ανθρώπους, που θα συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία του Συμβουλίου, προάγοντας τη διαβούλευση μεταξύ των μελών του και εξασφαλίζοντας τον πολυπόθητο συντονισμό της κυβερνητικής δράσης.
Έναν συντονισμό,ανεξαρτήτως εάν η σημερινή έλλειψη του θα οδηγήσει ή όχι στην τραγική πτώση μιας αρχικά υγιούς κυβέρνησης συνεργασίας, πάνω στον οποίο θα αποτυπώνεται μια κοινή και αποδεκτή πορεία για ένα ευοίωνο μέλλον της πατρίδας, του τόπου, της κοινωνίας.
Νίκος Σπ. Ζέρβας
Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών