Άρθρο του
Πέτρου Κατσάκου
Εγκλωβισμένοι σε ένα σκηνικό «επαναστατικής» και λεκτικής βίας ανάμεσα σε σφαίρες, γκαζάκια, εκρήξεις και ορυμαγδό πολιτικών αντεγκλήσεων παρακολουθούμε σχεδόν άφωνοι μια πλειοδοσία δημοκρατικότητας και πίστης στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς όπου ο μισός πολιτικός κόσμος απαιτεί από τον άλλο μισό «να καταδικάσει τη βία από όπου και αν προέρχεται».
Την ίδια ώρα η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει κατακόρυφη άνοδο του αριθμού των πολιτών της χώρας που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο με το ποσοστό να φθάνει, πλέον, στο 22,9%... που όλοι γνωρίζουμε από πού προέρχεται.
Στο κάδρο της βίας των ημερών μας πρωταγωνιστούν όμως τα γκαζάκια, οι σφαίρες και οι «βίλες της ανομίας» αφήνοντας στο περιθώριο τη βία των στερήσεων στην οποία υπόκειται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Λες και δεν είναι βία να ζεις κάτω από τα όρια της φτώχειας. Λες και δεν είναι βία να ζουν τα παιδιά σου σε παγωμένο σπίτι. Λες και δεν βία είναι να σου κόβουν το ρεύμα. Λες και δεν είναι βία οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ και τα χαράτσια της εφορίας. Λες και δεν είναι βία η ανεργία και η εξαθλίωση.
Ποια βία να καταδικάσεις όταν βλέπεις παιδιά να λιποθυμούν από την πείνα; Ποια βία να καταδικάσεις όταν μετράς απελπισμένους αυτόχειρες κάθε μέρα; Ποια βία να καταδικάσεις όταν βλέπεις τις ουρές να μεγαλώνουν στα συσσίτια των νεόπτωχων;
Υποχρέωση, τελικά, του καθενός - εφόσον σέβεται τον εαυτό του - δεν είναι να εξαντλείται στην «καταδίκη της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται». Είναι η καταδίκη και αντίσταση στη φτώχεια και στην βία, αλλά από εκεί που πραγματικά προέρχεται. Και αυτή η στάση δεν καθιστά ούτε αντιμετωπίζει τη βία ως κάτι το επιθυμητό. Δεν νομιμοποιεί την βία αλλά την αντιμετωπίζει υπό το πρίσμα της κοινωνικής αναγκαιότητας που επιτάσσει την καταδίκη της φτώχειας και της κοινωνικής εξαθλίωσης από εκεί που πραγματικά προέρχεται.
Πέτρου Κατσάκου
Εγκλωβισμένοι σε ένα σκηνικό «επαναστατικής» και λεκτικής βίας ανάμεσα σε σφαίρες, γκαζάκια, εκρήξεις και ορυμαγδό πολιτικών αντεγκλήσεων παρακολουθούμε σχεδόν άφωνοι μια πλειοδοσία δημοκρατικότητας και πίστης στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς όπου ο μισός πολιτικός κόσμος απαιτεί από τον άλλο μισό «να καταδικάσει τη βία από όπου και αν προέρχεται».
Την ίδια ώρα η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει κατακόρυφη άνοδο του αριθμού των πολιτών της χώρας που αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο με το ποσοστό να φθάνει, πλέον, στο 22,9%... που όλοι γνωρίζουμε από πού προέρχεται.
Στο κάδρο της βίας των ημερών μας πρωταγωνιστούν όμως τα γκαζάκια, οι σφαίρες και οι «βίλες της ανομίας» αφήνοντας στο περιθώριο τη βία των στερήσεων στην οποία υπόκειται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Λες και δεν είναι βία να ζεις κάτω από τα όρια της φτώχειας. Λες και δεν είναι βία να ζουν τα παιδιά σου σε παγωμένο σπίτι. Λες και δεν βία είναι να σου κόβουν το ρεύμα. Λες και δεν είναι βία οι αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ και τα χαράτσια της εφορίας. Λες και δεν είναι βία η ανεργία και η εξαθλίωση.
Ποια βία να καταδικάσεις όταν βλέπεις παιδιά να λιποθυμούν από την πείνα; Ποια βία να καταδικάσεις όταν μετράς απελπισμένους αυτόχειρες κάθε μέρα; Ποια βία να καταδικάσεις όταν βλέπεις τις ουρές να μεγαλώνουν στα συσσίτια των νεόπτωχων;
Υποχρέωση, τελικά, του καθενός - εφόσον σέβεται τον εαυτό του - δεν είναι να εξαντλείται στην «καταδίκη της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται». Είναι η καταδίκη και αντίσταση στη φτώχεια και στην βία, αλλά από εκεί που πραγματικά προέρχεται. Και αυτή η στάση δεν καθιστά ούτε αντιμετωπίζει τη βία ως κάτι το επιθυμητό. Δεν νομιμοποιεί την βία αλλά την αντιμετωπίζει υπό το πρίσμα της κοινωνικής αναγκαιότητας που επιτάσσει την καταδίκη της φτώχειας και της κοινωνικής εξαθλίωσης από εκεί που πραγματικά προέρχεται.