Ετοιμαζόμαστε για την Εθνική Γιορτή και καλό είναι να φρεσκάρουμε στη μνήμη μας ορισμένες λέξεις των ημερών που έχουν συνδυαστεί με τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά δεν είναι ελληνικές.
Μια απ αυτές είναι και η τούρκικη λέξη Τσολιάς. Προέρχεται από το τουρκικό çul (< αραβικό cull) και σημαίνει το “κουρέλι”, “το παλιόρουχο”. Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη: “φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος). Η λέξη τσολιάς είναι ομόρριζη με τη λέξη τσόλι και τσούλι.
Ο κουρελής, αλλά τιμημένος τσολιάς, έπρεπε να αποκτήσει μία “καθώς πρέπει” ονομασία για αυτό κατά το 1868 ανασύρθηκε η ομηρική λέξη “Εύζωνος”. Στην αρχαιότητα η λέξη αυτή προσδιόριζε είτε την κομψή γυναικά (με λεπτή μέση), είτε τον ελαφριά οπλισμένο στρατιώτη.Το 1868 ιδρύθηκε για πρώτη φορά η προεδρική φρουρά και τότε πρωτοπαρουσιαστηκαν τα τάγματα των ευζώνων με την παραδοσιακή στολή. Την τιμημένη αυτή στολή φορούσαν και τα ένδοξα Τάγματα των Ευζώνων μας σε όλους του πολέμους του σύγχρονου Ελληνικού κράτους (δυστυχώς τη φορούσαν και οι προδότες γερμανοτσολιάδες, κατά την Γερμανική κατοχή). Σήμερα μόνον οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς, φέρουν υπερήφανα την ίδια στολή.
Η λέξη τσαρούχια είναι και αυτή τουρκικής προέλευσης < çaruk και προσδιόριζε το σανδάλι με την πέτσινη σόλα. Στην πραγματικότητα το τούρκικο “Charoq” ήταν σανδάλι με δερμάτινη σόλα και μακριά λουριά , τα οποία δένονταν στο πόδι μέχρι το γόνατο.
Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού, Συγκεκριμένα ήταν το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών, κυριολεκτικά σημαίνει: «αυτό που σε ξαπλώνει, ή σε κοιμίζει» .
Αντίθετα με ότι πιστεύουν οι περισσότεροι το Φέσι δεν είναι Τουρκικής προέλευσης. Η πρέλευση του είναι από την πόλη Φες (εξ ου και το όνομα) ή Φεζ (αραβ. فاس Fās, γαλλ. Fès) του Μαρόκου. Μέχρι το 19ο αιώνα, η πόλη Φες ήταν η μοναδική πηγή για τα παραδοσιακά καπέλα με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα. Στην Τουρκία η χρήση του φεσιού απαγορεύτηκε το 1925. Ο ίδιος, ο Ατατούρκ, χαρακτήρισε το φέσι ως “παρακμιακό” και το κατήγγειλε ως “κάλυμμα της κεφαλής των Ελλήνων”.
Η λέξη καριοφίλι, αντίθετα, είναι, μάλλον, Ιταλική. Στις αρχές του 1800 τα καλασνικοφ της εποχής ήταν τα φημισμένα όπλα της Ιταλικής εταιρείας “Carlo e Figli” (: Κάρλο και υιοί). Αυτό το “Κάρλο ε φίλιοι”, οι Έλληνες το πρόφεραν ως καριοφίλι και έτσι και έμεινε στο ελληνικό λεξιλόγιο και υμνήθηκε από τη Δημοτική και Λόγια ποίηση.
Πάντως, ο Βαλαωρίτης δίνει μια διαφορετική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Ο Λεβίδης, από την άλλη, το συσχετίζει με τη λέξη “φυλλοκάρδι”
Συμπληρώνοντας το αρχικό δημοσίευμα: Μια ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη είναι αυτή του Robert Elgood στο βιβίο του “Τα Όπλα της Ελλάδας και των Βαλκανικών γειτόνων της κατά την Οθωμανική περίοδο» κεφ. 11 σ. 175-177. Διαβάστε την όπως μας την έστειλε ο καθ. Βασίλης ΣΤΕΦΑΝΗΣ (τον οποίο ευχαριστούμε θερμά)
Το καριοφίλι
Το όπλο το οποίο κατασκευαζόταν σε αυτές τις πόλεις ήταν γνωστό στους ελληνόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων ως καριοφίλι (στα ελληνικά και αλβανικά), ένα μακρύκανο όπλο με δύο τύπους υποκόπανου, ιδιαίτερα δημοφιλές στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια. Η προέλευση της λέξης και ο χρόνος κατά τον οποίο εισήλθε στην ελληνική γλώσσα δεν είναι γνωστά και έχουν αποτελέσει το αντικείμενο ζωηρής διαμάχης στις ελληνικές εφημερίδες κατά το 1865 και ξανά κατά τη δεκαετία του 1960.40 Η δημοφιλέστερη ελληνική άποψη ισχυρίζεται ότι προέρχεται από την επωνυμία Carlo e figli (Carlo και υιοί). Τα όπλα «είχαν ένα ευφωνικό όνομα . . . καριοφίλια. Αυτή η παράξενη και μελωδική λέξη αποτελεί έναν άκομψο εξελληνισμό της επωνυμίας ενός ιταλικού οπλουργείου του οποίου τα προϊόντα ήταν περίφημα σε όλη την Ανατολή: Carlo e figli.»41 Δεν υπάρχει κανένας καταγεγραμμένος κατασκευαστής όπλων με αυτό το όνομα, ούτε ο συγγραφέας κατάφερε να βρει κανέναν ο οποίος να υπέγραφε «e figli», παρόλο που οι πωλητές το συνηθίζουν και ένας Έλληνας έμπορος είπε στο συγγραφέα ότι ο πατέρας του του είχε πει ότι το όνομα προερχόταν από κάποιους έλληνες λιανοπωλητές της Τεργέστης. Είναι πιθανόν ένας ιταλός λιανοπωλητής να έδωσε το δικό του όνομα στα εμπορεύματά του.
Πιο πιθανή είναι η εκδοχή που μετέφερε στο συγγραφέα ο Κώστας Γεωργόπουλος, ο οποίος συνάντησε στα Ιωάννινα έναν αργυροχόο με το όνομα Γιάννης Καριοφίλης. Ο κύριος Καριοφίλης είπε στο συγγραφέα ότι πριν από πέντε γενιές, το 1780, ένας πρόγονός του ήταν διάσημος αργυροχόος και γνωστός κατασκευαστής μακρύκανων όπλων, γεννημένος στους Καλαρίτες, ένα χωριό κοντά στα Ιωάννινα, φημισμένο για την παράδοσή του στην επεξεργασία του ασημιού και του χρυσού. Φυσικά το όνομα μπορεί να σχετίζεται με το επάγγελμά του και ο όρος να υπήρχε πολύ πριν τη γέννηση αυτού του ανθρώπου. Από το τέλος τουλάχιστον του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη για να δηλώσουν το όπλο, και σίγουρα δεν θα είχαν δανειστεί τον όρο από τους Έλληνες. Στα τουρκικά η λέξη karanfil σημαίνει γαρίφαλο, το όνομα ενός άνθους, και η λέξη με μικρές παραλλαγές έχει την ίδια σημασία στα αλβανικά και τα σέρβο-κροατικά. Στα ελληνικά η λέξη καριοφίλι, η οποία αναγνωρίζεται ότι αποτελεί δάνειο από άλλη γλώσσα σημαίνει επίσης γαρίφαλο. Κατά το δέκατο έκτο και στις αρχές του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι κάνες των τουρκικών όπλων είχαν μεγάλα στόμια σε σχήμα αυγού που θύμιζαν το μπουμπούκι του γαρίφαλου. Ορισμένοι προχωρούν την ψευδαίσθηση ένα βήμα παραπέρα χαράζοντας ανάγλυφα γαρίφαλα επάνω τους ή τοποθετώντας ένθετα μπρούντζινα γαρίφαλα, όπως σε ένα παράδειγμα του Stibbert.42 Το άνθος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στα πλακάκια του Isnik και σε υφάσματα του δεκάτου έκτου αιώνα. Οι ονομασίες των τουρκικών όπλων στα Βαλκάνια είναι συνήθως περιγραφικές και αυτή είναι η πιθανότερη προέλευση της λέξης καριοφίλι.
Μια απ αυτές είναι και η τούρκικη λέξη Τσολιάς. Προέρχεται από το τουρκικό çul (< αραβικό cull) και σημαίνει το “κουρέλι”, “το παλιόρουχο”. Κατά το λεξικό του Μπαμπινιώτη: “φαίνεται ότι η λέξη είχε αποδοθεί μειωτικά στους κλέφτες και τους αρματολούς (από τους Τούρκους) επειδή η φουστανέλα ήταν ραμμένη από πολλά μικρά κομμάτια υφάσματος). Η λέξη τσολιάς είναι ομόρριζη με τη λέξη τσόλι και τσούλι.
Ο κουρελής, αλλά τιμημένος τσολιάς, έπρεπε να αποκτήσει μία “καθώς πρέπει” ονομασία για αυτό κατά το 1868 ανασύρθηκε η ομηρική λέξη “Εύζωνος”. Στην αρχαιότητα η λέξη αυτή προσδιόριζε είτε την κομψή γυναικά (με λεπτή μέση), είτε τον ελαφριά οπλισμένο στρατιώτη.Το 1868 ιδρύθηκε για πρώτη φορά η προεδρική φρουρά και τότε πρωτοπαρουσιαστηκαν τα τάγματα των ευζώνων με την παραδοσιακή στολή. Την τιμημένη αυτή στολή φορούσαν και τα ένδοξα Τάγματα των Ευζώνων μας σε όλους του πολέμους του σύγχρονου Ελληνικού κράτους (δυστυχώς τη φορούσαν και οι προδότες γερμανοτσολιάδες, κατά την Γερμανική κατοχή). Σήμερα μόνον οι άνδρες της Προεδρικής Φρουράς, φέρουν υπερήφανα την ίδια στολή.
Η λέξη τσαρούχια είναι και αυτή τουρκικής προέλευσης < çaruk και προσδιόριζε το σανδάλι με την πέτσινη σόλα. Στην πραγματικότητα το τούρκικο “Charoq” ήταν σανδάλι με δερμάτινη σόλα και μακριά λουριά , τα οποία δένονταν στο πόδι μέχρι το γόνατο.
Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού, Συγκεκριμένα ήταν το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών, κυριολεκτικά σημαίνει: «αυτό που σε ξαπλώνει, ή σε κοιμίζει» .
Αντίθετα με ότι πιστεύουν οι περισσότεροι το Φέσι δεν είναι Τουρκικής προέλευσης. Η πρέλευση του είναι από την πόλη Φες (εξ ου και το όνομα) ή Φεζ (αραβ. فاس Fās, γαλλ. Fès) του Μαρόκου. Μέχρι το 19ο αιώνα, η πόλη Φες ήταν η μοναδική πηγή για τα παραδοσιακά καπέλα με το ιδιαίτερο κόκκινο χρώμα. Στην Τουρκία η χρήση του φεσιού απαγορεύτηκε το 1925. Ο ίδιος, ο Ατατούρκ, χαρακτήρισε το φέσι ως “παρακμιακό” και το κατήγγειλε ως “κάλυμμα της κεφαλής των Ελλήνων”.
Η λέξη καριοφίλι, αντίθετα, είναι, μάλλον, Ιταλική. Στις αρχές του 1800 τα καλασνικοφ της εποχής ήταν τα φημισμένα όπλα της Ιταλικής εταιρείας “Carlo e Figli” (: Κάρλο και υιοί). Αυτό το “Κάρλο ε φίλιοι”, οι Έλληνες το πρόφεραν ως καριοφίλι και έτσι και έμεινε στο ελληνικό λεξιλόγιο και υμνήθηκε από τη Δημοτική και Λόγια ποίηση.
Πάντως, ο Βαλαωρίτης δίνει μια διαφορετική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Ο Λεβίδης, από την άλλη, το συσχετίζει με τη λέξη “φυλλοκάρδι”
Συμπληρώνοντας το αρχικό δημοσίευμα: Μια ακόμα ενδιαφέρουσα άποψη είναι αυτή του Robert Elgood στο βιβίο του “Τα Όπλα της Ελλάδας και των Βαλκανικών γειτόνων της κατά την Οθωμανική περίοδο» κεφ. 11 σ. 175-177. Διαβάστε την όπως μας την έστειλε ο καθ. Βασίλης ΣΤΕΦΑΝΗΣ (τον οποίο ευχαριστούμε θερμά)
Το καριοφίλι
Το όπλο το οποίο κατασκευαζόταν σε αυτές τις πόλεις ήταν γνωστό στους ελληνόφωνους πληθυσμούς των Βαλκανίων ως καριοφίλι (στα ελληνικά και αλβανικά), ένα μακρύκανο όπλο με δύο τύπους υποκόπανου, ιδιαίτερα δημοφιλές στα νοτιοδυτικά Βαλκάνια. Η προέλευση της λέξης και ο χρόνος κατά τον οποίο εισήλθε στην ελληνική γλώσσα δεν είναι γνωστά και έχουν αποτελέσει το αντικείμενο ζωηρής διαμάχης στις ελληνικές εφημερίδες κατά το 1865 και ξανά κατά τη δεκαετία του 1960.40 Η δημοφιλέστερη ελληνική άποψη ισχυρίζεται ότι προέρχεται από την επωνυμία Carlo e figli (Carlo και υιοί). Τα όπλα «είχαν ένα ευφωνικό όνομα . . . καριοφίλια. Αυτή η παράξενη και μελωδική λέξη αποτελεί έναν άκομψο εξελληνισμό της επωνυμίας ενός ιταλικού οπλουργείου του οποίου τα προϊόντα ήταν περίφημα σε όλη την Ανατολή: Carlo e figli.»41 Δεν υπάρχει κανένας καταγεγραμμένος κατασκευαστής όπλων με αυτό το όνομα, ούτε ο συγγραφέας κατάφερε να βρει κανέναν ο οποίος να υπέγραφε «e figli», παρόλο που οι πωλητές το συνηθίζουν και ένας Έλληνας έμπορος είπε στο συγγραφέα ότι ο πατέρας του του είχε πει ότι το όνομα προερχόταν από κάποιους έλληνες λιανοπωλητές της Τεργέστης. Είναι πιθανόν ένας ιταλός λιανοπωλητής να έδωσε το δικό του όνομα στα εμπορεύματά του.
Πιο πιθανή είναι η εκδοχή που μετέφερε στο συγγραφέα ο Κώστας Γεωργόπουλος, ο οποίος συνάντησε στα Ιωάννινα έναν αργυροχόο με το όνομα Γιάννης Καριοφίλης. Ο κύριος Καριοφίλης είπε στο συγγραφέα ότι πριν από πέντε γενιές, το 1780, ένας πρόγονός του ήταν διάσημος αργυροχόος και γνωστός κατασκευαστής μακρύκανων όπλων, γεννημένος στους Καλαρίτες, ένα χωριό κοντά στα Ιωάννινα, φημισμένο για την παράδοσή του στην επεξεργασία του ασημιού και του χρυσού. Φυσικά το όνομα μπορεί να σχετίζεται με το επάγγελμά του και ο όρος να υπήρχε πολύ πριν τη γέννηση αυτού του ανθρώπου. Από το τέλος τουλάχιστον του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη για να δηλώσουν το όπλο, και σίγουρα δεν θα είχαν δανειστεί τον όρο από τους Έλληνες. Στα τουρκικά η λέξη karanfil σημαίνει γαρίφαλο, το όνομα ενός άνθους, και η λέξη με μικρές παραλλαγές έχει την ίδια σημασία στα αλβανικά και τα σέρβο-κροατικά. Στα ελληνικά η λέξη καριοφίλι, η οποία αναγνωρίζεται ότι αποτελεί δάνειο από άλλη γλώσσα σημαίνει επίσης γαρίφαλο. Κατά το δέκατο έκτο και στις αρχές του δεκάτου εβδόμου αιώνα, οι κάνες των τουρκικών όπλων είχαν μεγάλα στόμια σε σχήμα αυγού που θύμιζαν το μπουμπούκι του γαρίφαλου. Ορισμένοι προχωρούν την ψευδαίσθηση ένα βήμα παραπέρα χαράζοντας ανάγλυφα γαρίφαλα επάνω τους ή τοποθετώντας ένθετα μπρούντζινα γαρίφαλα, όπως σε ένα παράδειγμα του Stibbert.42 Το άνθος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στα πλακάκια του Isnik και σε υφάσματα του δεκάτου έκτου αιώνα. Οι ονομασίες των τουρκικών όπλων στα Βαλκάνια είναι συνήθως περιγραφικές και αυτή είναι η πιθανότερη προέλευση της λέξης καριοφίλι.