Άρθρο του
Γεωργίου Στείρη
Τις τελευταίες λίγες εβδομάδες, ειδικά μετά τις εξελίξεις στην Κύπρο και τον αντίκτυπό τους στην ελλαδική κοινή γνώμη, διαχέεται στο δημόσιο λόγο και βίο η αίσθηση ότι στην Ελλάδα αχνοφαίνεται ή προοιωνίζεται η ανάκαμψη, η πολυπόθητη έξοδος από την κρίση. Ως απόδειξη του ισχυρισμού προβάλλονται διάφορα οικονομικά στοιχεία και αποτελέσματα ερευνών από το πεδίο της οικονομίας. Όσο περισσότερο όμως γενικευθεί και ενισχυθεί αυτή η αίσθηση, τόσο περισσότερο η σωτηρία αυτού του τόπου θα μοιάζει όλο και πιο μακρινή.
Πρώτιστο, και μοναδικό ίσως, μέλημα της πολιτικής τάξης, στο μεγαλύτερο εύρος του πολιτικού φάσματος, είναι η διευθέτηση του δημοσιονομικού προβλήματος. Παρότι η κρίση είναι πολυδιάστατη, όλη σχεδόν η μέριμνα και η ενεργητικότητα της πολιτείας εξαντλείται στη δημοσιονομική της πλευρά, καθιστώντας αποκλειστική μέριμνα της κυβέρνησης την εκπλήρωση των οικονομικών στόχων που θα επιτρέψουν την εκταμίευση των επόμενων δόσεων του προγράμματος δημοσιονομικής σωτηρίας.
Ο απώτερος στόχος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ένας: το να επανέλθει η κατάσταση στην προ της κρίσης εποχή. Η ισχυρότατη πλειοψηφία των Ελλήνων, πολιτών και πολιτικών, δεν επιθυμούν μια διαφορετική Ελλάδα. Ονειρεύονται και αδημονούν να διορθωθούν τα οικονομικά του κράτους, να αναθερμανθεί η δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα, ώστε να επανέλθουμε όλοι στον τρόπο ζωής που είχαμε συνηθίσει και ο οποίος νοσταλγείται σε κάθε ευκαιρία. Η προ της κρίσης Ελλάδα, η «ισχυρή Ελλάδα» της δεκαετίας του 2000, φαντάζει σαν τον Παράδεισο που έχασαν οι πρωτόπλαστοι και διακαώς επιθυμούν την επιστροφή τους σε αυτόν. Ελάχιστοι δέχονται ότι στη σημερινή κατάσταση οδήγησαν συνολικά ο τρόπος του βίου και οι αξίες της κοινωνίας ˙ όχι ορισμένες όψεις του δημόσιου βίου ή ορισμένες μερίδες πολιτών. Κοινή πεποίθηση είναι ότι ευθύνονται μόνο οι πολιτικοί, μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι, μόνο ο τρόπος ανάθεσης των δημοσίων έργων, ή συνδυασμοί αυτών. Ο τρόπος ζωής και δράσης των Ελλήνων, σε όλα τα επίπεδα, είναι άμοιρος ευθυνών. Οπότε, εάν και εφόσον θυσιαστούν τα ερίφια, οι αμνοί θα επανέλθουν στην ανενόχλητη βοσκή των εύφορων λιβαδιών και τη μακαριότητα.
Στο συγκεκριμένο σχέδιο υπάρχει όμως ένα ενοχλητικό σημείο: αυτό της προσπάθειας και του μόχθου, στοιχείων που δεν συνάδουν με την Εδέμ του Έλληνα. Γι’ αυτό και καταφεύγει σε μια σίγουρη και δοκιμασμένη λύση, το μεσσιανισμό. Εδώ και μερικούς αιώνες, όταν ο ελληνισμός αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα, η πλέον προσφιλής επιλογή υπήρξε η αναζήτηση κάποιας φοβερής λύσης, η οποία θα έλυνε όλα τα προβλήματα ως δια μαγείας. Εκείνος που εφηύρε τον από μηχανής θεό στο αρχαίο θέατρο ήταν τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός του ελληνισμού. Οι Ρώσοι έχουν αποδειχθεί οι διαρκέστεροι Μεσσίες στη συνείδηση του Έλληνα, δεξιού και αριστερού, για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Στους μεν μιλάει το ομόδοξο, στους δε η μνήμη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κατά καιρούς έχουν χρηματίσει Μεσσίες η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρώ, η
Κίνα, το Κατάρ, ο Βενιζέλος, ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, το πετρέλαιο, τα μεταλλεία του Λαυρίου, οι πολεμικές αποζημιώσεις και αναρίθμητοι άλλοι. Σήμερα ο μεσσιανισμός εμφανίζεται ξανά ζωτικός, καθώς προσφέρει την ελπίδα πως όλα είναι δυνατόν -σύντομα, άκοπα και ανέξοδα- να γυρίσουν στις εποχές των παχέων αγελάδων, των Cayenne και της Μυκόνου. Δεν είναι τυχαίο ότι ευάριθμο μέρος των πολιτικών και των δημοσιογράφων εμπορεύονται τον μεσσιανισμό. Γνωρίζουν ότι ελπίδες επιθυμεί να ακούσει η ισχυρά πλειοψηφία των πολιτών. Πλέον ανησυχητικό είναι ότι δεν τις επιθυμούν απλώς, τις θεωρούν και εφικτές.
Κατά απόλυτα λογική συνέπεια των προαναφερθέντων, δεν υπάρχει καμιά πραγματική διάθεση για ριζική αντιμετώπιση των αιτίων που οδήγησαν στη δημοσιονομική κρίση και το οικονομικό αδιέξοδο. Όλα στοχεύουν στα επιφαινόμενα της κρίσης, όχι στους παράγοντες που οδήγησαν εκεί. Όσο περισσότερο εδραιώνεται η πεποίθηση ότι φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ, ότι πλησιάζουμε στην έξοδο από τη στενωπό –για να θυμηθώ το αλήστου μνήμης λεξιλόγιο όχι τόσο παλαιών εποχών-, η λύση θα απομακρύνεται. Σαν τον Τάνταλο, που αμετανόητος πίστευε ότι αρκούσε να απλώσει το χέρι του για να φτάσει τα φαγητά που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του, έτσι και οι Έλληνες θεωρούν ότι έγινε ό,τι ήταν να γίνει, ότι έκαναν το καθήκον τους και επέρχεται η ώρα που θα δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους. Επειδή όμως, έως σήμερα, δεν συνέβη η ανακατασκευή του δημόσιου χώρου, αλλά άτολμες διευθετήσεις, επειδή δεν επήλθε η μεταξίωση της κοινωνίας, η επένδυση δηλαδή σε νέα ιδανικά και αξίες, η κρίση θα επιμείνει και στην πρώτη αφορμή θα επανακάμψει.
Το τίμημα που πλήρωσαν τα τελευταία τρία έτη η πατρίδα και οι άνθρωποί της δεν επιτρέπει άλλες ολιγωρίες και εμβαλωματικές μεθοδεύσεις. Η πολιτική τάξη οφείλει να προωθήσει εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που απαντούν στη ρίζα του προβλήματος. Αν συνεχίσει να εμπνέεται από το όραμα επιστροφής στην προηγούμενη δεκαετία, αν οι πολίτες επιθυμούν το ίδιο, τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο. Προς το χειρότερο, ίσως. Η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα βίωσε μια απειρώς χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή. Μπόρεσε όμως να ξεφύγει, σε σχετικά σύντομο ιστορικό χρόνο, γιατί όλοι, οι αστοί και οι χωριάτες, οι μορφωμένοι και οι αμόρφωτοι, οι πατρίκιοι και οι πληβείοι, μοιράζονταν ένα κοινό όραμα. Δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην προπολεμική Ελλάδα, αλλά να οικοδομήσουν μια νέα, ασχέτως του πως ο καθένας ερμήνευε το νέο. Όσο εμείς νοσταλγούμε το παλαιό και αγωνιζόμαστε για την αναδημιουργία του, δεν υπάρχει σωτηρία.
Γεωργίου Στείρη
Τις τελευταίες λίγες εβδομάδες, ειδικά μετά τις εξελίξεις στην Κύπρο και τον αντίκτυπό τους στην ελλαδική κοινή γνώμη, διαχέεται στο δημόσιο λόγο και βίο η αίσθηση ότι στην Ελλάδα αχνοφαίνεται ή προοιωνίζεται η ανάκαμψη, η πολυπόθητη έξοδος από την κρίση. Ως απόδειξη του ισχυρισμού προβάλλονται διάφορα οικονομικά στοιχεία και αποτελέσματα ερευνών από το πεδίο της οικονομίας. Όσο περισσότερο όμως γενικευθεί και ενισχυθεί αυτή η αίσθηση, τόσο περισσότερο η σωτηρία αυτού του τόπου θα μοιάζει όλο και πιο μακρινή.
Πρώτιστο, και μοναδικό ίσως, μέλημα της πολιτικής τάξης, στο μεγαλύτερο εύρος του πολιτικού φάσματος, είναι η διευθέτηση του δημοσιονομικού προβλήματος. Παρότι η κρίση είναι πολυδιάστατη, όλη σχεδόν η μέριμνα και η ενεργητικότητα της πολιτείας εξαντλείται στη δημοσιονομική της πλευρά, καθιστώντας αποκλειστική μέριμνα της κυβέρνησης την εκπλήρωση των οικονομικών στόχων που θα επιτρέψουν την εκταμίευση των επόμενων δόσεων του προγράμματος δημοσιονομικής σωτηρίας.
Ο απώτερος στόχος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι ένας: το να επανέλθει η κατάσταση στην προ της κρίσης εποχή. Η ισχυρότατη πλειοψηφία των Ελλήνων, πολιτών και πολιτικών, δεν επιθυμούν μια διαφορετική Ελλάδα. Ονειρεύονται και αδημονούν να διορθωθούν τα οικονομικά του κράτους, να αναθερμανθεί η δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα, ώστε να επανέλθουμε όλοι στον τρόπο ζωής που είχαμε συνηθίσει και ο οποίος νοσταλγείται σε κάθε ευκαιρία. Η προ της κρίσης Ελλάδα, η «ισχυρή Ελλάδα» της δεκαετίας του 2000, φαντάζει σαν τον Παράδεισο που έχασαν οι πρωτόπλαστοι και διακαώς επιθυμούν την επιστροφή τους σε αυτόν. Ελάχιστοι δέχονται ότι στη σημερινή κατάσταση οδήγησαν συνολικά ο τρόπος του βίου και οι αξίες της κοινωνίας ˙ όχι ορισμένες όψεις του δημόσιου βίου ή ορισμένες μερίδες πολιτών. Κοινή πεποίθηση είναι ότι ευθύνονται μόνο οι πολιτικοί, μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι, μόνο ο τρόπος ανάθεσης των δημοσίων έργων, ή συνδυασμοί αυτών. Ο τρόπος ζωής και δράσης των Ελλήνων, σε όλα τα επίπεδα, είναι άμοιρος ευθυνών. Οπότε, εάν και εφόσον θυσιαστούν τα ερίφια, οι αμνοί θα επανέλθουν στην ανενόχλητη βοσκή των εύφορων λιβαδιών και τη μακαριότητα.
Στο συγκεκριμένο σχέδιο υπάρχει όμως ένα ενοχλητικό σημείο: αυτό της προσπάθειας και του μόχθου, στοιχείων που δεν συνάδουν με την Εδέμ του Έλληνα. Γι’ αυτό και καταφεύγει σε μια σίγουρη και δοκιμασμένη λύση, το μεσσιανισμό. Εδώ και μερικούς αιώνες, όταν ο ελληνισμός αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα, η πλέον προσφιλής επιλογή υπήρξε η αναζήτηση κάποιας φοβερής λύσης, η οποία θα έλυνε όλα τα προβλήματα ως δια μαγείας. Εκείνος που εφηύρε τον από μηχανής θεό στο αρχαίο θέατρο ήταν τελικά ο μεγαλύτερος εχθρός του ελληνισμού. Οι Ρώσοι έχουν αποδειχθεί οι διαρκέστεροι Μεσσίες στη συνείδηση του Έλληνα, δεξιού και αριστερού, για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Στους μεν μιλάει το ομόδοξο, στους δε η μνήμη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κατά καιρούς έχουν χρηματίσει Μεσσίες η Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ευρώ, η
Κίνα, το Κατάρ, ο Βενιζέλος, ο Καραμανλής, ο Παπανδρέου, το πετρέλαιο, τα μεταλλεία του Λαυρίου, οι πολεμικές αποζημιώσεις και αναρίθμητοι άλλοι. Σήμερα ο μεσσιανισμός εμφανίζεται ξανά ζωτικός, καθώς προσφέρει την ελπίδα πως όλα είναι δυνατόν -σύντομα, άκοπα και ανέξοδα- να γυρίσουν στις εποχές των παχέων αγελάδων, των Cayenne και της Μυκόνου. Δεν είναι τυχαίο ότι ευάριθμο μέρος των πολιτικών και των δημοσιογράφων εμπορεύονται τον μεσσιανισμό. Γνωρίζουν ότι ελπίδες επιθυμεί να ακούσει η ισχυρά πλειοψηφία των πολιτών. Πλέον ανησυχητικό είναι ότι δεν τις επιθυμούν απλώς, τις θεωρούν και εφικτές.
Κατά απόλυτα λογική συνέπεια των προαναφερθέντων, δεν υπάρχει καμιά πραγματική διάθεση για ριζική αντιμετώπιση των αιτίων που οδήγησαν στη δημοσιονομική κρίση και το οικονομικό αδιέξοδο. Όλα στοχεύουν στα επιφαινόμενα της κρίσης, όχι στους παράγοντες που οδήγησαν εκεί. Όσο περισσότερο εδραιώνεται η πεποίθηση ότι φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ, ότι πλησιάζουμε στην έξοδο από τη στενωπό –για να θυμηθώ το αλήστου μνήμης λεξιλόγιο όχι τόσο παλαιών εποχών-, η λύση θα απομακρύνεται. Σαν τον Τάνταλο, που αμετανόητος πίστευε ότι αρκούσε να απλώσει το χέρι του για να φτάσει τα φαγητά που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του, έτσι και οι Έλληνες θεωρούν ότι έγινε ό,τι ήταν να γίνει, ότι έκαναν το καθήκον τους και επέρχεται η ώρα που θα δρέψουν τους καρπούς των κόπων τους. Επειδή όμως, έως σήμερα, δεν συνέβη η ανακατασκευή του δημόσιου χώρου, αλλά άτολμες διευθετήσεις, επειδή δεν επήλθε η μεταξίωση της κοινωνίας, η επένδυση δηλαδή σε νέα ιδανικά και αξίες, η κρίση θα επιμείνει και στην πρώτη αφορμή θα επανακάμψει.
Το τίμημα που πλήρωσαν τα τελευταία τρία έτη η πατρίδα και οι άνθρωποί της δεν επιτρέπει άλλες ολιγωρίες και εμβαλωματικές μεθοδεύσεις. Η πολιτική τάξη οφείλει να προωθήσει εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που απαντούν στη ρίζα του προβλήματος. Αν συνεχίσει να εμπνέεται από το όραμα επιστροφής στην προηγούμενη δεκαετία, αν οι πολίτες επιθυμούν το ίδιο, τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο. Προς το χειρότερο, ίσως. Η μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα βίωσε μια απειρώς χειρότερη κατάσταση από τη σημερινή. Μπόρεσε όμως να ξεφύγει, σε σχετικά σύντομο ιστορικό χρόνο, γιατί όλοι, οι αστοί και οι χωριάτες, οι μορφωμένοι και οι αμόρφωτοι, οι πατρίκιοι και οι πληβείοι, μοιράζονταν ένα κοινό όραμα. Δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην προπολεμική Ελλάδα, αλλά να οικοδομήσουν μια νέα, ασχέτως του πως ο καθένας ερμήνευε το νέο. Όσο εμείς νοσταλγούμε το παλαιό και αγωνιζόμαστε για την αναδημιουργία του, δεν υπάρχει σωτηρία.