Ήρθε από την Μασσαλία, όταν για πρώτη φορά δημιουργήθηκε το Ποινικό Δίκαιο της Ελλάδας και συμπεριέλαβε την ποινή του θανάτου. Όμως, κανένας έλληνας δεν θέλησε να γίνει δήμιος. Στο Ναύπλιο, θα βρεθούν κακοποιοί ,που αντάλλαξαν την ποινή του θανάτου με ισόβια, παίρνοντας τον ταπεινωτικό τίτλο του δήμιου.Συγκλονιστικά ντοκουμέντα της εποχής, φέρνει στο φως έρευνα του ΑΠΕ-ΜΠΕ στην συνδρομητική του σελίδα.
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥ
toufas.blogspot.gr
Στο φύλλο 59 στις 20 Αυγούστου 1839, οι πρώτες λέξεις του πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημερίδας "Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ" ήσαν γεμάτες οργή για τα «χυδαία» κατώτερα στρώματα του ελληνικού λαού.
«Κατά τους τελευταίους τούτους καιρούς συνέπεσεν ευκαιρία να ανακαλύψωμεν μεταξύ των απατών των χυδαιοτέρων τάξεων, πρόληψιν τινά κατά της οποίας ανάγκη να θωρακισθώσι τα αισθήματα της φιλανθρωπίας. Το πνεύμα του λαού θεωρεί τον εκτελούντα τας κεφαλικάς ποινάς και την υπηρεσίαν αυτού με αντιπάθειαν δεικνυομένην από καιρόν εις καιρόν δια βαρβαρικών πράξεων, και εσχάτως μάλιστα προ των πυλών της Πρωτευούσης του Κράτους, δολοφονία τις απέδειξε πόσον βίαιοι είναι τινές απάται τας οποίας η ανθρωπότης αποκηρύττει.»
Γιατί τσαντίστηκε τόσο πολύ ο μισθωτός από τα ανάκτορα συντάκτης της εφημερίδας με... "τις χυδαιώτερες τάξεις"; Επειδή αντιπαθούν τους δήμιους και το δείχνουν με κάθε τρόπο, ακόμα και με βάρβαρες πράξεις; Και, για ποια δολοφονία κοντά στην πρωτεύουσα μιλάει;
Ας δούμε τα πράματα σχεδόν απ’ την αρχή.
Η Γκιλοτίνα
Η γκιλοτίνα πρωτοήρθε στην Ελλάδα στα 1836 και χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση των θανατικών ποινών των πρωτεργατών της εξέγερσης των οπλαρχηγών στην Ρούμελη.
Πρωτοστήθηκε λοιπόν στο Μεσολόγγι, συνοδεύοντας το έκτακτο στρατοδικείο που είχε συσταθεί εκεί πέρα για τις δίκες των εξεγερμένων οπλαρχηγών και των παλικαριών τους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές του Παλαμηδίου, εκεί που κατέληγαν οι επικινδυνότεροι κακοποιοί, οι ληστές, οι φονιάδες και οι στασιαστές.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και προέκυψε ανάγκη για ένα ακόμα έκτακτο στρατοδικείο. Αυτή τη φορά στο Μοριά. Οι παλιοί αγωνιστές της Μάνης και της Μεσσηνίας δεν έλεγαν να σταθούν σε χλωρό κλαρί. Στην Πάτρα έμποροι και λαός με διάφορες αφορμές βρίσκονταν σε αναβρασμό. Και σε όλα τα περήφανα Μοραΐτικα βουνά αλώνιζαν καπεταναίοι με μεγάλες συντροφιές.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η ληστεία του δημοσίου ταμείου της Καρύταινας. Διαβάζουμε στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 16 Οκτώβρη του 1838:
«Γράφουν εκ Καρυταίνης ότι την 12 του τρέχοντος τέσσαρες χωροφύλακες μεθ’ ενός αποσπάσματος εθνοφυλάκων είχον αναχωρήσει εκ της πόλεως ταύτης δια να συνοδεύσωσιν 23.000 Δραχ. αίτινες εστέλλοντο εις το Διοικητικόν ταμείον Τριπόλεως. Αλλ’ επί της οδού της Λαγκάδος είκοσι περίπου λησταί, ενεδρεύοντες εις τινά θέσιν καλουμένην Αρκουδόρευμα κατά τον δήμον Φάλαντος, προσέβαλον την Βασιλικήν Φρουράν, και εφόνευσαν ένα χωροφύλακα και τον πρώην υπογραμματέα της υποδιοικήσεως Καρυταίνης, κύριον Θ. Καμπάνην, όστις είχε ενωθή με τους στρατιώτας τούτους δια να μεταβή εις Τρίπολιν. Είς έτερος χωροφύλαξ και είς εθνοφύλαξ επληγώθησαν παρά των ληστών, οι οποίοι λαβόντες τα χρήματα έγιναν άφαντοι.»
Η κυβέρνηση του Όθωνα έβλεπε έπρεπε να προχωρήσει σε πιο ζόρικα μέτρα, αν ήθελε να παραμείνει στο παιχνίδι. Διαβάζουμε στον Αριθμό 41 της 18ης Νοεμβρίου του 1838 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος:
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί συστάσεως στρατοδικείου εκτάκτου είς Πελοπόννησον.
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Θεωρούντες την ανάγκην του να συμπληρώσωμεν τα μέχρι τούδε κατά της ληστείας ληφθέντα μέτρα προς την ταχυτέραν αυτής εξάλειψιν από τινάς επαρχίας της Πελοποννήσου,
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 511§2 της ποινικής δικονομίας, επί τη προτάσει των Ημετέρων επί των Στρατιωτικών, επί των Εσωτερικών και επί της Δικαιοσύνης Γραμματέων της Επικρατείας,
Ακούσαντες και την γνώμην του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής:
Άρθρ. 1
Συσταίνεται έκτακτον στρατοδικείον, το οποίον θέλει περιλαμβάνει εις την δικαιοδοσίαν του τας διοικήσεις Γορτυνίας, Κυναίθης, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακαιδεμονίας, και θέλει δικάζει όλας τας εντός της περιφερείας ταύτης πραττομένας ληστείας, και τους με ταύτας συνδεδεμένους φόνους και εμπρησμούς, ως και τα ήδη πραχθέντα εκ των κακουργημάτων τούτων, όσα διά δικαστικού βουλεύματος δεν παρεπέμφθησαν έτι εις τα τακτικά δικαστήρια.
Άρθρ. 2
Η αρμοδιότης του εκτάκτου στρατοδικείου εκτείνεται ανεξαιρέτως εφ’ άπαντας τους αυτουργούς και συναιτίους, καθώς και εφ’ άπαντας, όσοι καθ’ οποιονδήποτε τρόπον συνετέλεσαν εις τα κακουργήματα ταύτα, ή παρέσχον επί τούτω βοήθειαν.
Άρθρ. 3
Έδρα του εκτάκτου στρατοδικείου προσδιορίζεται η Καρύταινα, πρωτεύουσα της Γορτυνίας, θέλει δε μετατίθεται κατ’ αίτησιν του αρμοδίου διοικητού, και κατά ρητήν συναίνεσιν του εισαγγελέως, και εις άλλας διοικήσεις της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αν κατεπείγουσα ανάγκη απαιτήση αυτόθι την επιτόπιον παρουσίαν του.
Άρθρ. 4
Υπαρχούσης διαφωνίας μεταξύ του διοικητού και του εισαγγελέως, θέλουν υποβάλλει αμφότεροι έκθεσιν αιτιολογημένην προς τε την επί των Εσωτερικών και της Δικαιοσύνης Γραμματείαν, διά να αποφασισθή το περί της μεταθέσεως.
Άρθρ. 5
Προς σχηματισμόν του δικαστηρίου τούτου, διορίζομεν:
Α΄. Πρόεδρον, τον Κύριον Καρατζάν, ταγματάρχην του 4. τάγματος της γραμμής.
Β΄. Εισαγγελέα, τον παρά τοις εν Τριπόλει πρωτοδίκαις εισαγγελέα, Κ. Δ. Στανόφ.
Γ΄. Δικαστάς τους Κυρίους:
α) Δημήτριον Περδικάρην, δικαστήν των εν Πάτραις πρωτοδικών.
β) Γεώργιον Βαλτάν, δικαστήν των εν Τριπόλει πρωτοδικών.
γ) Νικόλαον Χατηριάδη, λοχαγόν του α΄ τάγματος
δ) Γεώργιον Ζήχον, λοχαγόν του 4. Τάγματος της Γραμμής.
Δ΄. Γραμματέα, τον Κ. Αντωνιάδην, υπογραμματέα των εν Τριπόλει πρωτοδικών.
Άρθρ. 6
Εις τους Ημετέρους επί των Εσωτερικών, επί των Στρατιωτικών και επί της Δικαιοσύνης Γραμματείς της Επικρατείας ανατίθεται η δημοσίευσις και εκτέλεσις του παρόντος Διατάγματος.
Εν Αθήναις, την 17 (29) Νοεμβρίου 1838
ΟΘΩΝ
ΣΧΜΑΛΤΣ, Α.Γ. ΚΡΙΕΖΗΣ, Α. ΠΑΪΚΟΣ, Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ, Κ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ, Γ. ΣΠΑΝΙΟΛΑΚΗΣ»
Το Δικαστήριο αυτό χωρίς καθυστέρηση έπιασε δουλιά, εκδίδοντας ένα σωρό αποφάσεις σαν την παρακάτω, σε 48 δίκες για υποθέσεις ληστείας το 1839 και 51 το 1840:
«(Ελ. 31 Δεκεμβρίου)
Αριθ. Εγγράφ. 224 Αριθ. Πρωτοκ. 444
Ο παρά το εν Καρυταίνη εκτάκτω στρατοδικείω εισαγγελεύς δηλοποιεί ότι
Δια της υπό σημερινήν ημερομηνίαν εκδοθείσης περί την 10 ¼ ώραν π.μ. αποφάσεως του ενταύθα στρατοδικείου, κατεδικάσθη εις θάνατον ο εκ του χωρίου Αλβανίτζας του δήμου Ουγγίου, της διοικήσεως Γορτυνίας, Παναγιώτης Δημόπουλος ή Φούσκαρης, ετών 46 Χριστιανός, κτίστης, έγγαμος, ένεκα ληστείας συνδεδεμένης με φόνους, δυνάμει του άρθρ. 364§2 του ποινικού νόμου.
Και ότι η απόφασις αύτη κατέστη τελεσίδικος.
Εν Καρυταίνη, την 23 Δεκεμβρ. 1838 ημέραν παρασκευήν και ώραν 1 μ.μ.
Ο Εισαγγελεύς Δ. ΣΤΑΝΝΟΦ.»
Οι αποφάσεις αυτές προφανώς και υπήρχε ανάγκη να εκτελούνται αμέσως, γι’ αυτό και ένας από τους δημοσίους υπαλλήλους που αποσπάστηκαν στην Καρύταινα για την υποστήριξη του εκτάκτου αυτού δικαστηρίου ήταν και ο δήμιος, με την γκιλοτίνα του.
Έτσι οι εφημερίδες είχαν την δυνατότητα να γεμίσουν δημοσιεύματα όπως το παρακάτω, από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 22 Δεκέμβρη του 1838:
«Μας γράφουν εκ Καρυταίνης ότι το Έκτακτον κατά την Πελοπόννησον Στρατοδικείον κατεδίκασε κατά την της 15 Δεκεμβρίου συνεδρίασίν του εις θάνατον τέσσαρας ληστάς, αυτουργούς της κατά τα Λαγκάδια πραχθείσης ληστείας, και την επιούσαν το πρωί εξετελέσθη η κατ’ αυτών απόφασις. Επίσης κατεδίκασεν εις θάνατον το αυτό δικαστήριον και ένα έτερον ληστήν κατά την της 17 Δεκεμβρίου συνεδρίασίν του, και αμέσως η απόφασις του Δικαστηρίου εξετελέσθη.»
Για ένα... περίεργο λόγο, τα μέτρα αυτά δε φαίνεται να πολυέπιασαν. Ο λαός δεν έλεγε να κάτσει φρόνιμα και επέμενε να δημιουργεί φασαρίες στην κεντρική εξουσία παντού, ενώ όλο και περισσότεροι επέλεγαν το δρόμο του βουνού.
Ένα από τα μέτρα στο οποίο προχώρησε τότε η Κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να απειλεί και να τρομοκρατεί τους ντόπιους πληθυσμούς για να… ησυχάσουν, ήταν να πραγματοποιεί αρκετές εκτελέσεις στα μέρη των «κακούργων», για να παραδειγματίσει τους φίλους και τους συντοπίτες τους. Για παράδειγμα, ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 26 Νοέμβρη γράφει το εξής:
«Μας γράφουν εκ Σπάρτης ότι οι καταδικασθέντες εις θάνατον δι’ αποφάσεως των εν Ναυπλίω Συνέδρων, Πάνος Αθ. Βαλτινός και Κίτζος Νάσσου, προσαχθέντες αυτόσε την 20 του λήγοντος μηνός, μετεφέρθησαν αμέσως εις Μιστράν, και την επιούσαν περί την Μεσημβρίαν υπέμειναν την καταψηφισθείσαν κατ’ αυτών ποινήν, αποκεφαλισθέντες δια της Λαιμητόμου εις την θέσιν Πανηγυρίστραν.»
Η εκτέλεση
Στις 26 Ιούλη 1839, στο φύλλο 635 της ΑΘΗΝΑΣ διαβάζουμε για την ανάγκη που προέκυψε να πραγματοποιήσει μια έκτακτη εμφάνιση η γκιλοτίνα στην Αθήνα:
«Είναι προ πολλού γνωστή εις το κοινόν η καταδίκη των νέων Προκρούστων της Αττική, Τρακάδα και Μπίμπιση. Δια την εκτέλεσιν λοιπόν της καταδικαστικής αποφάσεώς των, είχε διατταχθή ο δήμιος να έλθη εδώ με την λαιμητόμον, αλλ' ο δήμιος, φθάσας εις Πειραιά, εδολοφονήθη από δολοφόνους, τους οποίους ίσως επερίμενε εξ ίσου και περιμένει η τύχη του Τρακάδα και Μπίμπιση.»
Πώς ακριβώς έγινε αυτό το φονικό; Οι δύο από τις εφημερίδες που καταδέχτηκαν να γράψουν δυο γραμμές γι’ αυτό το περιστατικό, δε στάθηκαν ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Στις 20 του Ιούλη, το φύλλο 242 της ΦΗΜΗΣ λέει τα εξής:
«Τον Δήμιον εδολοφόνησαν την εσπέραν της Δευτέρας τας 8 ώρας εις Πειραιά με πιστόλιον εν ώ ήτο μακράν ολίγον του χωροφύλακος, όστις τον παρηκολούθει. Αι αρμόδιοι αρχαί καταγίνονται εις ανακάλυψιν του κακούργου.»
Πάνω κάτω την ίδια σημασία δίνει στο γεγονός και ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, στο φύλλο 8 της 22 Ιούλη:
«Την 17 του τρέχοντος το εσπέρας εδολοφονήθη ο δήμιος προ ολίγου αποβιβασθείς, και ενώ είχε παραμερίσει ο φρουρών αυτόν χωροφύλαξ.»
Αυτή λοιπόν ήταν η δολοφονία που ανάγκασε το συντάκτη του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στις 20 του Αυγούστου να χύσει τέτοια χολή από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο δημοσίευμα, ούτε τυχαίο ήταν και το ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε ένα μήνα μετά το συμβάν να επανέλθει σε εκείνη την υπόθεση.
Οι εκτελεστές του Δήμιου δεν βρέθηκαν, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι πίσω από εκείνη την εκτέλεση κρυβόταν μια συνωμοσία. Το χέρι των εκτελεστών το είχε οπλίσει η σιχαμάρα και το μίσος για εκείνο το όργανο του Κράτους που είχε επιλέξει να βγάζει το ψωμί του με την αισχρότερη δουλειά.
Η αμηχανία, για να μην πω ο πανικός, της Κυβέρνησης ήταν μεγάλος, και αυτό φαίνεται από τις γελοιότητες που έκανε στη συνέχεια.
Είδαμε προηγουμένως ότι ο Δήμιος είχε έρθει στην Αθήνα γιατί έπρεπε να εκτελεστούν οι ληστές Τρακάδας και Μπίμπισης. Ας δούμε τι έγινε τελικά με αυτήν την εκτέλεση. Δίνουμε το λόγο πρώτα στην εφημερίδα ΦΗΜΗ, η οποία στο φύλλο 244 της 26 Ιούλη του 1839 έγραφε με μεγάλα και αραιά γράμματα στο πρωτοσέλιδο τα εξής:
«Η παρελθούσα δευτέρα είχε προσδιορισθεί δια την εκτέλεσιν της κεφαλικής ποινή, καταγνωσθείσης κατά των Μπίμπισι και Τρακάδα, αφ' ού οι τρείς άλλοι συγκαταδικασθέντες είχον τύχει της Β. χάριτος. Από την προτεραίαν είχον εκτελεσθεί καθ' όσον αφωρούσε τους δύω τούτους όλα τα παρά του νόμου οριζόμενα προς εκπλήρωσιν των χριστιανικών και λοιπών χρεών, την δε 5 και 1/2 ώραν π.μ. επιβάντες εφ' αμάξης από αρκετήν στρατιωτικήν συνοδίαν προηγούμενοι και ακολουθούμενοι άγοντο εις της καταδίκης τον τόπον, όπου περιέργεια όχι τόσον αξιέπαινος είχε συναθροίσει άπειρον ανθρώπων πλήθος. Η λαιμητόμος επί της οποίας εκυμάτει το ερυθρούν περικάλυμμα περίμενε τας κεφαλάς των καταδίκων και ο δήμιος έτοιμος να εκτελέση τα της υπηρεσίας του ότε έφθασαν αι άμαξαι των καταδίκων φέρουσαι εκάστη ένα ιδιαιτέρως με τον παρακολουθούντα πνευματικόν δια να ενθαρρύνη αυτόν να υποφέρη μεθ' υπομονής το πικρόν ποτήριον το οποίον λαμβάνη δια τας κακούργους πράξεις του και να μετανοήση δια να τύχη παρά του Υψίστου την συγχώρησιν. Πρώτος εξήλθε της αμάξης ο Μπίμπισις με παραδειγματικήν γενναιότητα. Εβοήθησε μόνος του δια ν' αφαιρέσωσιν εκ των ποδών του τα σίδερα και τούτου γενομένου ανέβει επί της λαιμητόμου ζητήσας των παρευρεθέντων πάντων την συχγώρησιν, και προτρέψας τους αδελφούς και συμπολίτας του να λάβωσιν αυτόν ως παράδειγμα φερόμενοι με ευπείθειαν και υποταγήν εις τους νόμους του Βασιλείου και εις τον Σεβαστόν Βασιλέα και εφώνησεν είτα το Ζήτωσαν ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα. Μετά τούτο επλησίασε με θάρρος τον δήμιον ζητών παρ' αυτού την ταχείαν της ποινής εκτέλεσιν. Αλλ' ο δήμιος δεν το κατόρθωσε, μολωνότι εβασάνισε δι' ολίγον τον κατάδικον, όθεν εδόθη ευθύς διαταγή να σταματίση την εκτέλεσιν. Η είδησις εδόθη προς τας Α.Α. Μ.Μ. και εγένετο ακριβής διήγησις των διατρεξάντων ώστε η Α.Μ. ο Βασιλεύς ευαρεστήθη να εκδώση υψηλόν Αυτής διάταγμα δι' ού απέδιδε την Β. Αυτής χάριν εις αυτούς και μετέβαλε την ποινήν εις δια βίου δεσμά. Η είδησις διακηρυχθείσα παρά του Λοχαγού της Πλατείας κ. Πασχάλη και του Υπομοιράρχου, Υπασπιστού του αρχηγείου της Χωροφυλακής κ. Παπαδοπούλου, έπλησε χαράς τας καρδίας των καταδίκων οι οποίοι ζητωκραυγούντες επανήλθον υπό των αυτών προφυλάξεων εις την φυλακήν του Μεντρεσέ όπου εισελθόντες επανέλαβον τας ζητοκραυγάς ομού με τους λοιπού εν τη φυλακή καταδίκους και υποδίκους και τούτο διήρκησε δι' αρκετάς στιγμάς. Η πόλις όλη ετέθη εις κίνησιν μέχρι της 9 ώρας και οι άνθρωποι ενθουσιώντες δια την πατρικήν και φιλάνθρωπον καρδίαν της Α. Μ. επευφήμουν την τοιαύτην φιλάνθρωπον πράξιν.
Ας επιστρέψουμε στο ρεπορτάζ της ΑΘΗΝΑΣ από τις 26 του Ιούλη, που το αφήσαμε προηγουμένως στη μέση, για να δούμε μια διαφορετική άποψη για το συμβάν, καθώς και κάποια ενδιαφέροντα σχόλια για την εκτίμηση που έχαιρε το επάγγελμα του δήμιου ανάμεσα στο λαό:
«Ανάγκη ήτο λοιπόν να ευρεθή Δήμιος, δια να εκτελέση την καταδίκην των ληστών, αλλά το έντιμον τούτο επάγγελμα του δημίου, όσον περισπούδαστον και αν ήναι ακόμη μεταξύ τινών ανθρωπαρίων εις την Γαλλίαν, εις την Ελλάδα είναι αδύνατον να ευρεθή άνθρωπος, εις οποιανδήποτε αν ήθελεν είσθαι καταδίκην, να δεχθή τον τίτλον και τας ωφελείας του.
Δεν ηξεύρομεν όμως πώς, ευρέθη έξαφνα κάποιος Κωνσταντίνος Σχινάς, του οποίου τον τόπον δεν ημπορέσαμεν ακόμη να μάθωμεν καλώς, όστις τέλος πάντων ανεδέχθη το επάγγελμα του Δημίου. Αλλά το περίεργον είναι, ότι ο επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς μας επερίμενε, φαίνεται, να γυμνάση τον νέον τούτον Δήμιον την στιγμήν καθ' ήν έμελλε να αποκεφαλίση τον Τρακάδαν και Μπίμπισην.
Την δευτέραν λοιπόν περί την 4 ώραν είχον καταβιβάσει εις τον τόπον της καταδίκης τους καταδίκους, όπου ήτο στημένη η λαιμητόμος, εκεί παρευρέθη και ο Δήμιος. Αλλ' είτε προσποιημένως, είτε απροσποιήτως, ούτος μόλις ήρχισε να δένη τον ένα εκ των καταδίκων, αμέσως έφθασεν εις απαξίαν τοιαύτην, ώστε δεν ημπορούσε ούτε χείρα, ούτε πόδα να κινήση. Εις μάτην αι βροντώδεις φωναί του διοικητού της Αττικής κυρίου Αξιώτου. Εις τα ώτα του νέου Δημίου κ. Σχινά καμμίαν εντύπωσιν δεν έκαμαν, αλλ' ούτε άλλοι λόγοι ή παρακίνησις εδυνήθησαν να τον κινήσουν δια να ενεργήση το παραμικρόν προς εκτέλεσιν της καταδίκης.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν η εκτέλεσις εμποδίσθη και ο επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς ειδοποιηθείς περί του πράγματος, υπήγεν εις τον Βασιλέα και ανέφερε την υπόθεσιν. Ο Βασιλεύς συναισθανθείς το φρικώδες του δράματος μετέβαλε την θανατικήν ποινήν των καταδικασθέντων ληστών εις δεσμά δια βίου, και διέταξε να σταλούν εις το Παλαμήδιον της Ναυπλίας, όπου δια την ασφάλειαν και ησυχίαν των κατοίκων της Αττικής θέλουν φυλάττεσθαι με ικανήν επαγρύπνησιν.»
Η επιβεβαίωση για το ότι η χάρη στον Τρακάδα και τον Μπίμπιση δεν δόθηκε λόγω της... ειλικρινούς μεταμέλειάς τους, έρχεται από τα έγγραφα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως αυτά τα βλέπουμε ψηφιοποιημένα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους [arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Υπουργείο Δικαιοσύνης GRGSA-CSA_PAO010.00, Φάκελος 15 - Φάκελος #015 - Ποινική Δικαιοσύνη - Κατάδικοι (απονομή χάριτος, θανατικές εκτελέσεις κ.λ.π)].
Λίγο αφότου ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης των καταδικασμένων σε θάνατο «ληστών της Αττικής», όπως αποκαλούνται ο Τρακάδας, ο Μπίμπισης και οι τρεις συντρόφοι τους, ο ηγούμενος της Μονής Καισαριανής στέλνει μια επιστολή στον Βασιλιά, όπου του ζητά να δείξει έλεος και να μετατρέψει την θανατική ποινή σε ισόβια. Ο λόγος –λέει- ήταν η ειλικρινής μεταμέλεια των ληστών. Ο Όθων αναθέτει στον Υπουργό Δικαιοσύνης Α. Πάικο να του γράψει μια έκθεση γι’ αυτούς τους ληστές, και να γνωμοδοτήσει για το αν θα πρέπει να αποδοθεί χάρη ή όχι.
Ο Πάικος στην έκθεσή του αυτή, στις 1 Ιούλη του 1839, είναι αμείλικτος. Τους καταλογίζει ληστείες, φόνους, βιαιότητες. Και μάλιστα αυτό που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την υπόθεσή τους ήταν ότι αυτές τις πράξεις δεν τις έκαναν ούτε σε δύσβατα βουνά, ούστε στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Δρούσαν στην Αττική, στα περίχωρα της Πρωτεύουσας! Αποδίδει το ότι τελικά παραδόθηκαν από μόνοι τους στις αρχές όχι στην μεταμέλειά τους, αλλά στη συνειδητοποίηση ότι δεν επρόκειτο αλλιώς να γλυτώσουν από τα αποσπάσματα που τους καταδιώκανε. Αναφέρεται στις απόπειρές τους να αποδράσουν από την φυλακή, όταν ο Μπίμπισης επιτέθηκε στο φρουρό του με σκοπό να του βουτήξει το όπλο και να το σκάσει.
Και καταλήγει: Δεν του είναι δυνατόν να αναλάβει την ευθύνη να προτείνει την απόδοση χάρης γι' αυτούς. Όχι τουλάχιστον για τον Μπίμπιση και τον Τρακάδα.
Στο δικό μου το μυαλό η παραπάνω έκθεση και οι σκληρές εκφράσεις του Πάικου αποδεικνύουν ότι η εκτέλεση των Μπίμπιση - Τρακάδα όντως αναβλήθηκε λόγω της εκτέλεσης του δημίου τους. Είτε για να κατευναστεί -έστω και προσωρινά- η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις εκτελέσεις, είτε λόγω (και) του μπλακ άουτ του νέου δημίου.
Η ματαίωση αυτής της εκτέλεσης μπορεί να ηρέμησε λίγο τα πνεύματα, αλλά σίγουρα αυτή η ηρεμία δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ.
Και η κυβέρνηση, μην μπορώντας και μη θέλοντας να κάνει κάτι άλλο, επιστρατεύει τους χωροφύλακές της για να καθυποτάξει το λαό και τους καλαμαράδες της για να συνετίσει τους διανοούμενους, που τυχόν έδειχναν να συμφωνούν με τις αντιλήψεις της πλέμπας για τους ληστές, τη θανατική ποινή, τους δήμιους.
Συνεχίζει, λοιπόν, ο Πρετεντερομανδραβέλης του 1839 στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, επικαλούμενος –τι άλλο;- το τι γίνεται στην πολιτισμένη Ευρώπη:
«Καλόν ήθελεν είσθαι μολαταύτα να ακούγεται και ο ορθός λόγος εις τοιαύτας περιστάσεις, ώστε κατ' ολίγον ολίγον να εκλείψουν αι τοιαύται έξεις, ών η αγριότης επιφέρει όνειδος εις τους παρόντας καιρούς. […]
Αλλ' οι Έλληνες οφείλουσι να νοήσωσι καλώς ότι η αυστηρότης των νόμων δεν πρέπει παντελώς να παροραθή. Εις τα λοιπά μέρη της Ευρώπης ουδείς γογγύζει κατά του υπολοίπου τούτου της αυστηρότητος, διότι εις την Ευρώπην ποίος δεν ενθυμείται ότι εις τας τελετάς των τιμαριωτικών αυλών ο δήμιος ίστατο πάντοτε πλησίον του ηγεμόνος προς ένδειξιν ότι πρέπει να εκτελήται αείποτε μετ' αυστηρότητος του νόμου η θέλησις. Εις την Ευρώπην άρα ουδείς δυσαρεστείται δι' όσην αυστηρότητα έχουν ακόμα αι ποιναί, αλλ' εις την Ελλάδα, αναγκαζόμεθα να ομολογήσωμεν, ότι ο λαός απατάται εκ των προλήψεών του. Ας περιβλέψη περί εαυτόν και ας μας είπη αν οι φόνοι και αι ληστείαι, φέρουσαι πολλάκις χαρακτήρα αγριότητος θηριώδους, δεν καθιστώσιν επί πολύ ίσως έτι αναπόφευκτον να επιβάλλεται ποινή θανάτου δια τινά εγκλήματα.
Όταν ο λαός εξετάση και γνωρίση την θέσιν του τοιαύτην, ελπίζομεν ότι η υπάρχουσα έτι εις τινάς πρόληψις κατά του Δημίου θέλει εκ ρίζης εκλείψει. Πάς τις θέλει να εννοήσει ότι δεν απαιτήται κατά τινάς περιστάσεις αυστηρότης και επιμονή από μέρους του νόμου, τότε μόνον δύναται να επιφέρη καλά δια την κοινωνίαν αποτελέσματα όταν εκτελήται εντελώς και επισήμως.
Εφ' όσον τα εγκλήματα θέλουν επαναλαμβάνεσθαι τόσον συνεχώς ώστε να μην επιτρέπουν εφαρμογή πραοτέρων νόμων, και εφ' όσον οι νόμοι θέλουν έχει το δικαίωμα να επιτάττουν του κακούργου τον θάνατον, το επάγγελμα του δημίου πρέπει να θεωρήται παρά πάντων των τιμίων πολιτών ως υπηρεσία αναπόφευκτος προς συντήρησιν της κοινωνικής ευταξίας, αντί δε ο λαός να καταφέρεται βαρβάρως και με ατόπους προλήψεις ακόμη πού και πού απαντωμένας κατά του κατέχοντος την θέσιν ταύτην, όστις είναι ούτως ειπείν η δεξιά χειρ της δικαιοσύνης, οφείλει πολλώ μάλλον να εννοήση ότι διά να εκλείψη η ανάγκη του δημίου, απαιτείται να εκλείψουν τα κακουργήματα από την κοινωνίαν.»
Βέβαια, φώναζε σε ώτα μη ακουόντων:
Λίγα χρόνια μετά πετχαίνουμε το παρακάτω συντομότατο δημοσίευμα ("Η Ελπίς", φ. 465, 17/6/1848):
Και πάλιν εδολοφονήθη ο δήμιος διαμένων εσχάτως εις Ναύπλιον. Είναι ήδη ο έβδομος, όστις έλαβεν αυτήν την τύχην.
Αξιοπερίεργο είναι και το παρακάτω δημοσίευμα, λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του έβδομου δήμιου, το οποίο ενδεχομένως αφορά τον διάδοχό του αποβιώσαντος δημοσίου λειτουργού:
Ο εις το επιθαλάσσιον φρούριον του Ναυπλίου ευρισκόμενος δήμιος την νύκτα της 5 προς την 6 τ.μ. εφόνευσε τον βοηθόν του, αποβιώσαντα ευθύς.
(εφημ. "ΕΘΝΙΚΗ", φ. 207, 21-2-1849)
Δυστυχώς για το φιλοπερίεργο αναγνωστικό κοινό της σήμερον, οι δήμιοι παραήσαν περιθωριακά στοιχεία για να κάτσει μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα να ασχοληθεί παραπάνω με αυτό το φονικό. Κι έτσι θα μείνουμε με την απορία. Γιατί σκότωσε ο δήμιος τον βοηθό του; Λόγω κάποιας διαφωνίας επαγγελματικής φύσης; Μετά από έναν τσακωμό για κάποιο στοίχημα στα χαρτιά; Για την μοιρασιά των προσωπικών αντικειμένων κάποιου εκτελεσμένου; Από κάποιο ερωτικό καβγαδάκι, ίσως;
Ποτέ δεν θα μάθουμε...
Μια πανεπιστημιακή παράδοση του τακτικού καθηγητή Ποινικής Νομοθεσίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Νικολάου Ι. Σαριπόλου, πάνω στο θέμα της θανατικής ποινής βρίσκεται στα τεύχη 337 της 1/4/1864 και 339 της 1/5/1864 (Τόμος IE) του περιοδικού «ΠΑΝΔΩΡΑ» (του οποίου τα τεύχη μπορείς να τα βρεις στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου των Πατρών)
Από αυτήν την παράδοση, πριν την διαβάσεις ολόκληρη, θέλω να ξεχωρίσω δύο αποσπάσματα. Πρώτα, για τον μπαμπούλα που χρησιμοποιεί ο Σαρίπολος για να δικαιολογήσει την ανάγκη της θανατικής ποινής: η ληστεία το και ότι... η ελληνική κοινωνία δεν ήταν (ή μήπως δεν είναι ακόμα;) ανεπτυγμένη αρκετά, ώστε ακόμα να συμπαθεί αυτούς τους… κακούργους:
«Όταν κύριοι εκλείψη διαπαντός από της Ελλάδος η ληστεία, όταν αι φυλακαί αυτής γίνωσι τοιαύται, ώστε να μη υπάρχη ένθεν μεν η ελπίς της χάριτος, ετέρωθεν δ’ ο κίνδυνος της αποδράσεως, τότε πάντως πρέπει να καταργηθή η ποινή του θανάτου. Αναγκαζόμεθα ν’ ανεχθώμεν την ποινήν ταύτην ως οικτράν ανάγκην, μη γένοιτο όμως ποτέ ως νόμιμον και καλήν ν’ αποφανθώμεν αυτήν. Εφόσον το κακούργημα, ένεκα της μη ικανώς δια του πολιτισμού αναπτυχθείσης κοινωνίας ημών, δεν εμποιεί εις ημάς το μίσος εκείνο, όπερ έπρεπε να εμπνέη, πρέπει να υπάρχη η ποινή αύτη. Όταν μάθη ο ληστής, ότι, αν φυλακισθή, δεν θέλει δυνηθή να δραπετεύση, ότι αν δραπετεύση δεν θέλει τύχει της χάριτος, όταν βεβαιωθή ότι ουδέποτ’ έσται δυνατόν ν’ ανοιχθώσιν αυτώ της φυλακής τα κλείθρα, και όταν τέλος μάθη ότι ο λαός δεν μολύνει τας καθαράς αυτού χείρας συντρίβων των κακούργων τα δεσμά, τότε πρέπει να καταργηθή η θανατική ποινή.»
Και λίγο μετά ο δάσκαλος αναφέρεται στην κατάργηση της θανατικής ποινής για τα πολιτικά εγκλήματα στο Σύνταγμα του 1864:
«Εν τοις πολιτικοίς όμως εγκλήμασι δεν είναι η πράξις, ήτις κυρίως καταδικάζεται, είναι η ιδέα. Απλούς τις πολίτης, ορμώμενος εξ ευγενών αισθημάτων ως επί το πολύ, ρίπτει την ιδέαν του ως σπέρμα εν τω μέσω του έθνους, όπως γονιμοποιηθή, η ιδέα αύτη από στόματος εις ούς διαδίδεται, ως ο άνεμος πολλάκις φέρει μεθ’ αυτού την γύριν, ήτις εις μακράς πολλάκις αποστάσεις ούτω μεταφερομένη πίπτει εις την γην, και εκεί γίνεται η βλάστησις, χωρίς να προνοήσει ουδείς περί της μεταφοράς αυτής, χωρίς ουδείς να επιστατήση εις την ανάπτυξίν της, ούτω και μια ιδέα ρίπτεται εν έθνει τινί, και δεν γνωρίζεται πολλάκις τις ο ρίψας. Η ιδέα όμως εκείνη κυοφορείται, γονιμοποιείται, γίνεται ιδέα του λαού, ιδέα του έθνους. Όταν δ’ η ούτως ενανθρωπήσασα ιδέα αύτη κατά την πρώτην και δευτέραν εμφάνισίν της αποτύχη, καταδικάζεται. Αλλ’ άρα γε, Κύριοι, όσοι καταδικάζουσι την ιδέαν αυτήν, ήτις έχει τάσιν τοιαύτην ώστε να ριζόνη, την καταστέλλουσιν; Δεν θέλω ζητήσει μακράν ημών την ιστορικήν απόδειξιν ήτις δύναται να μας διδάξη. Η ιδέα κατά της κακής πολιτείας του παρελθόντος συστήματος ερρίφθη, εκυοφορήθη εν τη κοινωνία και επί τέλους εξερράγη εις στάσιν, είτα δ’ εις επανάστασιν. Η ιδέα άρα δια της καταδίκης δεν καταστέλλεται, αλλά τουναντίον αυξάνει. […] Εν άλλη ευκαιρία είπον και έγραψα ότι τα πολιτικά εγκλήματα δεν πρέπει να ονομάζωνται πολιτικά εγκλήματα, διότι έγκλημα ποτε δεν δύναται να ήναι ό, τι έγκλημα εν αποτυχία μόνον ονομάζεται, εν δ’ επιτυχία ηρωισμός. Ο τοιούτον τι διαπραξάμενος ας ονομάζεται, αν καταδικασθή, εκπεπτωκώς, αλλ’ ουδέποτε θεωρείσθω ως κακούργος. […] Άρα μάτην οι υπέρ της διατηρήσεως της θανατικής ποινής και δια τα πολιτικά αδικήματα συνηγορούντες αγωνιώσιν ίνα παραστήσωσιν αυτά απεχθέστερα και των κοινών εγκλημάτων. Η εκάστου συνείδησις αποκρούει την θεωρίαν ταύτην. Άλλως τε ουδέ συντελεί το αίμα εις σύμπηξιν των θεμελίων ενός θρόνου, το δε στέμμα κηλιδούσιν αι αίματος ρανίδες. Όχι, Κύριοι, το αίμα επί πολιτικοίς αδικήμασι χυνόμενον πνίγει τον εκχέοντα αυτό, αι σκιαί των θανατωθέντων ως φάσματα φλογώδεις ατμούς εκπέμποντα περιίπτανται εν τω σκότει και συναγείρουσι θυέλλας πολιτικάς μεγάλας, ει δ’ υπέρ ευγενούς τινος ιδέας εθυσιάσθησαν, πάντως η πνοή των θέλει σβέσει εκείνον, όστις επεβουλεύθη τας ελευθερίας των άλλων.»
Ιδού ολόκληρη η παράδοση:
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥ
toufas.blogspot.gr
Στο φύλλο 59 στις 20 Αυγούστου 1839, οι πρώτες λέξεις του πρωτοσέλιδου άρθρου της εφημερίδας "Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ" ήσαν γεμάτες οργή για τα «χυδαία» κατώτερα στρώματα του ελληνικού λαού.
«Κατά τους τελευταίους τούτους καιρούς συνέπεσεν ευκαιρία να ανακαλύψωμεν μεταξύ των απατών των χυδαιοτέρων τάξεων, πρόληψιν τινά κατά της οποίας ανάγκη να θωρακισθώσι τα αισθήματα της φιλανθρωπίας. Το πνεύμα του λαού θεωρεί τον εκτελούντα τας κεφαλικάς ποινάς και την υπηρεσίαν αυτού με αντιπάθειαν δεικνυομένην από καιρόν εις καιρόν δια βαρβαρικών πράξεων, και εσχάτως μάλιστα προ των πυλών της Πρωτευούσης του Κράτους, δολοφονία τις απέδειξε πόσον βίαιοι είναι τινές απάται τας οποίας η ανθρωπότης αποκηρύττει.»
Γιατί τσαντίστηκε τόσο πολύ ο μισθωτός από τα ανάκτορα συντάκτης της εφημερίδας με... "τις χυδαιώτερες τάξεις"; Επειδή αντιπαθούν τους δήμιους και το δείχνουν με κάθε τρόπο, ακόμα και με βάρβαρες πράξεις; Και, για ποια δολοφονία κοντά στην πρωτεύουσα μιλάει;
Ας δούμε τα πράματα σχεδόν απ’ την αρχή.
Η Γκιλοτίνα
Η γκιλοτίνα πρωτοήρθε στην Ελλάδα στα 1836 και χρησιμοποιήθηκε για την εκτέλεση των θανατικών ποινών των πρωτεργατών της εξέγερσης των οπλαρχηγών στην Ρούμελη.
Πρωτοστήθηκε λοιπόν στο Μεσολόγγι, συνοδεύοντας το έκτακτο στρατοδικείο που είχε συσταθεί εκεί πέρα για τις δίκες των εξεγερμένων οπλαρχηγών και των παλικαριών τους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στις φυλακές του Παλαμηδίου, εκεί που κατέληγαν οι επικινδυνότεροι κακοποιοί, οι ληστές, οι φονιάδες και οι στασιαστές.
Δεν πέρασε πολύς καιρός, και προέκυψε ανάγκη για ένα ακόμα έκτακτο στρατοδικείο. Αυτή τη φορά στο Μοριά. Οι παλιοί αγωνιστές της Μάνης και της Μεσσηνίας δεν έλεγαν να σταθούν σε χλωρό κλαρί. Στην Πάτρα έμποροι και λαός με διάφορες αφορμές βρίσκονταν σε αναβρασμό. Και σε όλα τα περήφανα Μοραΐτικα βουνά αλώνιζαν καπεταναίοι με μεγάλες συντροφιές.
Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η ληστεία του δημοσίου ταμείου της Καρύταινας. Διαβάζουμε στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 16 Οκτώβρη του 1838:
«Γράφουν εκ Καρυταίνης ότι την 12 του τρέχοντος τέσσαρες χωροφύλακες μεθ’ ενός αποσπάσματος εθνοφυλάκων είχον αναχωρήσει εκ της πόλεως ταύτης δια να συνοδεύσωσιν 23.000 Δραχ. αίτινες εστέλλοντο εις το Διοικητικόν ταμείον Τριπόλεως. Αλλ’ επί της οδού της Λαγκάδος είκοσι περίπου λησταί, ενεδρεύοντες εις τινά θέσιν καλουμένην Αρκουδόρευμα κατά τον δήμον Φάλαντος, προσέβαλον την Βασιλικήν Φρουράν, και εφόνευσαν ένα χωροφύλακα και τον πρώην υπογραμματέα της υποδιοικήσεως Καρυταίνης, κύριον Θ. Καμπάνην, όστις είχε ενωθή με τους στρατιώτας τούτους δια να μεταβή εις Τρίπολιν. Είς έτερος χωροφύλαξ και είς εθνοφύλαξ επληγώθησαν παρά των ληστών, οι οποίοι λαβόντες τα χρήματα έγιναν άφαντοι.»
Η κυβέρνηση του Όθωνα έβλεπε έπρεπε να προχωρήσει σε πιο ζόρικα μέτρα, αν ήθελε να παραμείνει στο παιχνίδι. Διαβάζουμε στον Αριθμό 41 της 18ης Νοεμβρίου του 1838 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος:
«ΔΙΑΤΑΓΜΑ
Περί συστάσεως στρατοδικείου εκτάκτου είς Πελοπόννησον.
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Θεωρούντες την ανάγκην του να συμπληρώσωμεν τα μέχρι τούδε κατά της ληστείας ληφθέντα μέτρα προς την ταχυτέραν αυτής εξάλειψιν από τινάς επαρχίας της Πελοποννήσου,
Έχοντες υπ’ όψιν το άρθρον 511§2 της ποινικής δικονομίας, επί τη προτάσει των Ημετέρων επί των Στρατιωτικών, επί των Εσωτερικών και επί της Δικαιοσύνης Γραμματέων της Επικρατείας,
Ακούσαντες και την γνώμην του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάττομεν τα εξής:
Άρθρ. 1
Συσταίνεται έκτακτον στρατοδικείον, το οποίον θέλει περιλαμβάνει εις την δικαιοδοσίαν του τας διοικήσεις Γορτυνίας, Κυναίθης, Ηλείας, Μεσσηνίας, Λακαιδεμονίας, και θέλει δικάζει όλας τας εντός της περιφερείας ταύτης πραττομένας ληστείας, και τους με ταύτας συνδεδεμένους φόνους και εμπρησμούς, ως και τα ήδη πραχθέντα εκ των κακουργημάτων τούτων, όσα διά δικαστικού βουλεύματος δεν παρεπέμφθησαν έτι εις τα τακτικά δικαστήρια.
Άρθρ. 2
Η αρμοδιότης του εκτάκτου στρατοδικείου εκτείνεται ανεξαιρέτως εφ’ άπαντας τους αυτουργούς και συναιτίους, καθώς και εφ’ άπαντας, όσοι καθ’ οποιονδήποτε τρόπον συνετέλεσαν εις τα κακουργήματα ταύτα, ή παρέσχον επί τούτω βοήθειαν.
Άρθρ. 3
Έδρα του εκτάκτου στρατοδικείου προσδιορίζεται η Καρύταινα, πρωτεύουσα της Γορτυνίας, θέλει δε μετατίθεται κατ’ αίτησιν του αρμοδίου διοικητού, και κατά ρητήν συναίνεσιν του εισαγγελέως, και εις άλλας διοικήσεις της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου, αν κατεπείγουσα ανάγκη απαιτήση αυτόθι την επιτόπιον παρουσίαν του.
Άρθρ. 4
Υπαρχούσης διαφωνίας μεταξύ του διοικητού και του εισαγγελέως, θέλουν υποβάλλει αμφότεροι έκθεσιν αιτιολογημένην προς τε την επί των Εσωτερικών και της Δικαιοσύνης Γραμματείαν, διά να αποφασισθή το περί της μεταθέσεως.
Άρθρ. 5
Προς σχηματισμόν του δικαστηρίου τούτου, διορίζομεν:
Α΄. Πρόεδρον, τον Κύριον Καρατζάν, ταγματάρχην του 4. τάγματος της γραμμής.
Β΄. Εισαγγελέα, τον παρά τοις εν Τριπόλει πρωτοδίκαις εισαγγελέα, Κ. Δ. Στανόφ.
Γ΄. Δικαστάς τους Κυρίους:
α) Δημήτριον Περδικάρην, δικαστήν των εν Πάτραις πρωτοδικών.
β) Γεώργιον Βαλτάν, δικαστήν των εν Τριπόλει πρωτοδικών.
γ) Νικόλαον Χατηριάδη, λοχαγόν του α΄ τάγματος
δ) Γεώργιον Ζήχον, λοχαγόν του 4. Τάγματος της Γραμμής.
Δ΄. Γραμματέα, τον Κ. Αντωνιάδην, υπογραμματέα των εν Τριπόλει πρωτοδικών.
Άρθρ. 6
Εις τους Ημετέρους επί των Εσωτερικών, επί των Στρατιωτικών και επί της Δικαιοσύνης Γραμματείς της Επικρατείας ανατίθεται η δημοσίευσις και εκτέλεσις του παρόντος Διατάγματος.
Εν Αθήναις, την 17 (29) Νοεμβρίου 1838
ΟΘΩΝ
ΣΧΜΑΛΤΣ, Α.Γ. ΚΡΙΕΖΗΣ, Α. ΠΑΪΚΟΣ, Γ. ΓΛΑΡΑΚΗΣ, Κ. ΖΩΓΡΑΦΟΣ, Γ. ΣΠΑΝΙΟΛΑΚΗΣ»
Το Δικαστήριο αυτό χωρίς καθυστέρηση έπιασε δουλιά, εκδίδοντας ένα σωρό αποφάσεις σαν την παρακάτω, σε 48 δίκες για υποθέσεις ληστείας το 1839 και 51 το 1840:
«(Ελ. 31 Δεκεμβρίου)
Αριθ. Εγγράφ. 224 Αριθ. Πρωτοκ. 444
Ο παρά το εν Καρυταίνη εκτάκτω στρατοδικείω εισαγγελεύς δηλοποιεί ότι
Δια της υπό σημερινήν ημερομηνίαν εκδοθείσης περί την 10 ¼ ώραν π.μ. αποφάσεως του ενταύθα στρατοδικείου, κατεδικάσθη εις θάνατον ο εκ του χωρίου Αλβανίτζας του δήμου Ουγγίου, της διοικήσεως Γορτυνίας, Παναγιώτης Δημόπουλος ή Φούσκαρης, ετών 46 Χριστιανός, κτίστης, έγγαμος, ένεκα ληστείας συνδεδεμένης με φόνους, δυνάμει του άρθρ. 364§2 του ποινικού νόμου.
Και ότι η απόφασις αύτη κατέστη τελεσίδικος.
Εν Καρυταίνη, την 23 Δεκεμβρ. 1838 ημέραν παρασκευήν και ώραν 1 μ.μ.
Ο Εισαγγελεύς Δ. ΣΤΑΝΝΟΦ.»
Οι αποφάσεις αυτές προφανώς και υπήρχε ανάγκη να εκτελούνται αμέσως, γι’ αυτό και ένας από τους δημοσίους υπαλλήλους που αποσπάστηκαν στην Καρύταινα για την υποστήριξη του εκτάκτου αυτού δικαστηρίου ήταν και ο δήμιος, με την γκιλοτίνα του.
Έτσι οι εφημερίδες είχαν την δυνατότητα να γεμίσουν δημοσιεύματα όπως το παρακάτω, από τον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ της 22 Δεκέμβρη του 1838:
«Μας γράφουν εκ Καρυταίνης ότι το Έκτακτον κατά την Πελοπόννησον Στρατοδικείον κατεδίκασε κατά την της 15 Δεκεμβρίου συνεδρίασίν του εις θάνατον τέσσαρας ληστάς, αυτουργούς της κατά τα Λαγκάδια πραχθείσης ληστείας, και την επιούσαν το πρωί εξετελέσθη η κατ’ αυτών απόφασις. Επίσης κατεδίκασεν εις θάνατον το αυτό δικαστήριον και ένα έτερον ληστήν κατά την της 17 Δεκεμβρίου συνεδρίασίν του, και αμέσως η απόφασις του Δικαστηρίου εξετελέσθη.»
Για ένα... περίεργο λόγο, τα μέτρα αυτά δε φαίνεται να πολυέπιασαν. Ο λαός δεν έλεγε να κάτσει φρόνιμα και επέμενε να δημιουργεί φασαρίες στην κεντρική εξουσία παντού, ενώ όλο και περισσότεροι επέλεγαν το δρόμο του βουνού.
Ένα από τα μέτρα στο οποίο προχώρησε τότε η Κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να απειλεί και να τρομοκρατεί τους ντόπιους πληθυσμούς για να… ησυχάσουν, ήταν να πραγματοποιεί αρκετές εκτελέσεις στα μέρη των «κακούργων», για να παραδειγματίσει τους φίλους και τους συντοπίτες τους. Για παράδειγμα, ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ στις 26 Νοέμβρη γράφει το εξής:
«Μας γράφουν εκ Σπάρτης ότι οι καταδικασθέντες εις θάνατον δι’ αποφάσεως των εν Ναυπλίω Συνέδρων, Πάνος Αθ. Βαλτινός και Κίτζος Νάσσου, προσαχθέντες αυτόσε την 20 του λήγοντος μηνός, μετεφέρθησαν αμέσως εις Μιστράν, και την επιούσαν περί την Μεσημβρίαν υπέμειναν την καταψηφισθείσαν κατ’ αυτών ποινήν, αποκεφαλισθέντες δια της Λαιμητόμου εις την θέσιν Πανηγυρίστραν.»
Η εκτέλεση
Στις 26 Ιούλη 1839, στο φύλλο 635 της ΑΘΗΝΑΣ διαβάζουμε για την ανάγκη που προέκυψε να πραγματοποιήσει μια έκτακτη εμφάνιση η γκιλοτίνα στην Αθήνα:
«Είναι προ πολλού γνωστή εις το κοινόν η καταδίκη των νέων Προκρούστων της Αττική, Τρακάδα και Μπίμπιση. Δια την εκτέλεσιν λοιπόν της καταδικαστικής αποφάσεώς των, είχε διατταχθή ο δήμιος να έλθη εδώ με την λαιμητόμον, αλλ' ο δήμιος, φθάσας εις Πειραιά, εδολοφονήθη από δολοφόνους, τους οποίους ίσως επερίμενε εξ ίσου και περιμένει η τύχη του Τρακάδα και Μπίμπιση.»
Πώς ακριβώς έγινε αυτό το φονικό; Οι δύο από τις εφημερίδες που καταδέχτηκαν να γράψουν δυο γραμμές γι’ αυτό το περιστατικό, δε στάθηκαν ιδιαίτερα κατατοπιστικές. Στις 20 του Ιούλη, το φύλλο 242 της ΦΗΜΗΣ λέει τα εξής:
«Τον Δήμιον εδολοφόνησαν την εσπέραν της Δευτέρας τας 8 ώρας εις Πειραιά με πιστόλιον εν ώ ήτο μακράν ολίγον του χωροφύλακος, όστις τον παρηκολούθει. Αι αρμόδιοι αρχαί καταγίνονται εις ανακάλυψιν του κακούργου.»
Πάνω κάτω την ίδια σημασία δίνει στο γεγονός και ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, στο φύλλο 8 της 22 Ιούλη:
«Την 17 του τρέχοντος το εσπέρας εδολοφονήθη ο δήμιος προ ολίγου αποβιβασθείς, και ενώ είχε παραμερίσει ο φρουρών αυτόν χωροφύλαξ.»
Αυτή λοιπόν ήταν η δολοφονία που ανάγκασε το συντάκτη του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΥ στις 20 του Αυγούστου να χύσει τέτοια χολή από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας του. Σίγουρα, όμως, αυτό δεν ήταν ένα τυχαίο δημοσίευμα, ούτε τυχαίο ήταν και το ότι η κυβέρνηση αναγκάστηκε ένα μήνα μετά το συμβάν να επανέλθει σε εκείνη την υπόθεση.
Οι εκτελεστές του Δήμιου δεν βρέθηκαν, αλλά κανένας δεν πίστευε ότι πίσω από εκείνη την εκτέλεση κρυβόταν μια συνωμοσία. Το χέρι των εκτελεστών το είχε οπλίσει η σιχαμάρα και το μίσος για εκείνο το όργανο του Κράτους που είχε επιλέξει να βγάζει το ψωμί του με την αισχρότερη δουλειά.
Η αμηχανία, για να μην πω ο πανικός, της Κυβέρνησης ήταν μεγάλος, και αυτό φαίνεται από τις γελοιότητες που έκανε στη συνέχεια.
Είδαμε προηγουμένως ότι ο Δήμιος είχε έρθει στην Αθήνα γιατί έπρεπε να εκτελεστούν οι ληστές Τρακάδας και Μπίμπισης. Ας δούμε τι έγινε τελικά με αυτήν την εκτέλεση. Δίνουμε το λόγο πρώτα στην εφημερίδα ΦΗΜΗ, η οποία στο φύλλο 244 της 26 Ιούλη του 1839 έγραφε με μεγάλα και αραιά γράμματα στο πρωτοσέλιδο τα εξής:
«Η παρελθούσα δευτέρα είχε προσδιορισθεί δια την εκτέλεσιν της κεφαλικής ποινή, καταγνωσθείσης κατά των Μπίμπισι και Τρακάδα, αφ' ού οι τρείς άλλοι συγκαταδικασθέντες είχον τύχει της Β. χάριτος. Από την προτεραίαν είχον εκτελεσθεί καθ' όσον αφωρούσε τους δύω τούτους όλα τα παρά του νόμου οριζόμενα προς εκπλήρωσιν των χριστιανικών και λοιπών χρεών, την δε 5 και 1/2 ώραν π.μ. επιβάντες εφ' αμάξης από αρκετήν στρατιωτικήν συνοδίαν προηγούμενοι και ακολουθούμενοι άγοντο εις της καταδίκης τον τόπον, όπου περιέργεια όχι τόσον αξιέπαινος είχε συναθροίσει άπειρον ανθρώπων πλήθος. Η λαιμητόμος επί της οποίας εκυμάτει το ερυθρούν περικάλυμμα περίμενε τας κεφαλάς των καταδίκων και ο δήμιος έτοιμος να εκτελέση τα της υπηρεσίας του ότε έφθασαν αι άμαξαι των καταδίκων φέρουσαι εκάστη ένα ιδιαιτέρως με τον παρακολουθούντα πνευματικόν δια να ενθαρρύνη αυτόν να υποφέρη μεθ' υπομονής το πικρόν ποτήριον το οποίον λαμβάνη δια τας κακούργους πράξεις του και να μετανοήση δια να τύχη παρά του Υψίστου την συγχώρησιν. Πρώτος εξήλθε της αμάξης ο Μπίμπισις με παραδειγματικήν γενναιότητα. Εβοήθησε μόνος του δια ν' αφαιρέσωσιν εκ των ποδών του τα σίδερα και τούτου γενομένου ανέβει επί της λαιμητόμου ζητήσας των παρευρεθέντων πάντων την συχγώρησιν, και προτρέψας τους αδελφούς και συμπολίτας του να λάβωσιν αυτόν ως παράδειγμα φερόμενοι με ευπείθειαν και υποταγήν εις τους νόμους του Βασιλείου και εις τον Σεβαστόν Βασιλέα και εφώνησεν είτα το Ζήτωσαν ο Βασιλεύς και η Βασίλισσα. Μετά τούτο επλησίασε με θάρρος τον δήμιον ζητών παρ' αυτού την ταχείαν της ποινής εκτέλεσιν. Αλλ' ο δήμιος δεν το κατόρθωσε, μολωνότι εβασάνισε δι' ολίγον τον κατάδικον, όθεν εδόθη ευθύς διαταγή να σταματίση την εκτέλεσιν. Η είδησις εδόθη προς τας Α.Α. Μ.Μ. και εγένετο ακριβής διήγησις των διατρεξάντων ώστε η Α.Μ. ο Βασιλεύς ευαρεστήθη να εκδώση υψηλόν Αυτής διάταγμα δι' ού απέδιδε την Β. Αυτής χάριν εις αυτούς και μετέβαλε την ποινήν εις δια βίου δεσμά. Η είδησις διακηρυχθείσα παρά του Λοχαγού της Πλατείας κ. Πασχάλη και του Υπομοιράρχου, Υπασπιστού του αρχηγείου της Χωροφυλακής κ. Παπαδοπούλου, έπλησε χαράς τας καρδίας των καταδίκων οι οποίοι ζητωκραυγούντες επανήλθον υπό των αυτών προφυλάξεων εις την φυλακήν του Μεντρεσέ όπου εισελθόντες επανέλαβον τας ζητοκραυγάς ομού με τους λοιπού εν τη φυλακή καταδίκους και υποδίκους και τούτο διήρκησε δι' αρκετάς στιγμάς. Η πόλις όλη ετέθη εις κίνησιν μέχρι της 9 ώρας και οι άνθρωποι ενθουσιώντες δια την πατρικήν και φιλάνθρωπον καρδίαν της Α. Μ. επευφήμουν την τοιαύτην φιλάνθρωπον πράξιν.
Ας επιστρέψουμε στο ρεπορτάζ της ΑΘΗΝΑΣ από τις 26 του Ιούλη, που το αφήσαμε προηγουμένως στη μέση, για να δούμε μια διαφορετική άποψη για το συμβάν, καθώς και κάποια ενδιαφέροντα σχόλια για την εκτίμηση που έχαιρε το επάγγελμα του δήμιου ανάμεσα στο λαό:
«Ανάγκη ήτο λοιπόν να ευρεθή Δήμιος, δια να εκτελέση την καταδίκην των ληστών, αλλά το έντιμον τούτο επάγγελμα του δημίου, όσον περισπούδαστον και αν ήναι ακόμη μεταξύ τινών ανθρωπαρίων εις την Γαλλίαν, εις την Ελλάδα είναι αδύνατον να ευρεθή άνθρωπος, εις οποιανδήποτε αν ήθελεν είσθαι καταδίκην, να δεχθή τον τίτλον και τας ωφελείας του.
Δεν ηξεύρομεν όμως πώς, ευρέθη έξαφνα κάποιος Κωνσταντίνος Σχινάς, του οποίου τον τόπον δεν ημπορέσαμεν ακόμη να μάθωμεν καλώς, όστις τέλος πάντων ανεδέχθη το επάγγελμα του Δημίου. Αλλά το περίεργον είναι, ότι ο επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς μας επερίμενε, φαίνεται, να γυμνάση τον νέον τούτον Δήμιον την στιγμήν καθ' ήν έμελλε να αποκεφαλίση τον Τρακάδαν και Μπίμπισην.
Την δευτέραν λοιπόν περί την 4 ώραν είχον καταβιβάσει εις τον τόπον της καταδίκης τους καταδίκους, όπου ήτο στημένη η λαιμητόμος, εκεί παρευρέθη και ο Δήμιος. Αλλ' είτε προσποιημένως, είτε απροσποιήτως, ούτος μόλις ήρχισε να δένη τον ένα εκ των καταδίκων, αμέσως έφθασεν εις απαξίαν τοιαύτην, ώστε δεν ημπορούσε ούτε χείρα, ούτε πόδα να κινήση. Εις μάτην αι βροντώδεις φωναί του διοικητού της Αττικής κυρίου Αξιώτου. Εις τα ώτα του νέου Δημίου κ. Σχινά καμμίαν εντύπωσιν δεν έκαμαν, αλλ' ούτε άλλοι λόγοι ή παρακίνησις εδυνήθησαν να τον κινήσουν δια να ενεργήση το παραμικρόν προς εκτέλεσιν της καταδίκης.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν η εκτέλεσις εμποδίσθη και ο επί της Δικαιοσύνης Γραμματεύς ειδοποιηθείς περί του πράγματος, υπήγεν εις τον Βασιλέα και ανέφερε την υπόθεσιν. Ο Βασιλεύς συναισθανθείς το φρικώδες του δράματος μετέβαλε την θανατικήν ποινήν των καταδικασθέντων ληστών εις δεσμά δια βίου, και διέταξε να σταλούν εις το Παλαμήδιον της Ναυπλίας, όπου δια την ασφάλειαν και ησυχίαν των κατοίκων της Αττικής θέλουν φυλάττεσθαι με ικανήν επαγρύπνησιν.»
Η επιβεβαίωση για το ότι η χάρη στον Τρακάδα και τον Μπίμπιση δεν δόθηκε λόγω της... ειλικρινούς μεταμέλειάς τους, έρχεται από τα έγγραφα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως αυτά τα βλέπουμε ψηφιοποιημένα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους [arxeiomnimon.gak.gr / Αρχείο Υπουργείο Δικαιοσύνης GRGSA-CSA_PAO010.00, Φάκελος 15 - Φάκελος #015 - Ποινική Δικαιοσύνη - Κατάδικοι (απονομή χάριτος, θανατικές εκτελέσεις κ.λ.π)].
Λίγο αφότου ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης των καταδικασμένων σε θάνατο «ληστών της Αττικής», όπως αποκαλούνται ο Τρακάδας, ο Μπίμπισης και οι τρεις συντρόφοι τους, ο ηγούμενος της Μονής Καισαριανής στέλνει μια επιστολή στον Βασιλιά, όπου του ζητά να δείξει έλεος και να μετατρέψει την θανατική ποινή σε ισόβια. Ο λόγος –λέει- ήταν η ειλικρινής μεταμέλεια των ληστών. Ο Όθων αναθέτει στον Υπουργό Δικαιοσύνης Α. Πάικο να του γράψει μια έκθεση γι’ αυτούς τους ληστές, και να γνωμοδοτήσει για το αν θα πρέπει να αποδοθεί χάρη ή όχι.
Ο Πάικος στην έκθεσή του αυτή, στις 1 Ιούλη του 1839, είναι αμείλικτος. Τους καταλογίζει ληστείες, φόνους, βιαιότητες. Και μάλιστα αυτό που επιβάρυνε ακόμα περισσότερο την υπόθεσή τους ήταν ότι αυτές τις πράξεις δεν τις έκαναν ούτε σε δύσβατα βουνά, ούστε στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Δρούσαν στην Αττική, στα περίχωρα της Πρωτεύουσας! Αποδίδει το ότι τελικά παραδόθηκαν από μόνοι τους στις αρχές όχι στην μεταμέλειά τους, αλλά στη συνειδητοποίηση ότι δεν επρόκειτο αλλιώς να γλυτώσουν από τα αποσπάσματα που τους καταδιώκανε. Αναφέρεται στις απόπειρές τους να αποδράσουν από την φυλακή, όταν ο Μπίμπισης επιτέθηκε στο φρουρό του με σκοπό να του βουτήξει το όπλο και να το σκάσει.
Και καταλήγει: Δεν του είναι δυνατόν να αναλάβει την ευθύνη να προτείνει την απόδοση χάρης γι' αυτούς. Όχι τουλάχιστον για τον Μπίμπιση και τον Τρακάδα.
Στο δικό μου το μυαλό η παραπάνω έκθεση και οι σκληρές εκφράσεις του Πάικου αποδεικνύουν ότι η εκτέλεση των Μπίμπιση - Τρακάδα όντως αναβλήθηκε λόγω της εκτέλεσης του δημίου τους. Είτε για να κατευναστεί -έστω και προσωρινά- η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις εκτελέσεις, είτε λόγω (και) του μπλακ άουτ του νέου δημίου.
Η ματαίωση αυτής της εκτέλεσης μπορεί να ηρέμησε λίγο τα πνεύματα, αλλά σίγουρα αυτή η ηρεμία δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ.
Και η κυβέρνηση, μην μπορώντας και μη θέλοντας να κάνει κάτι άλλο, επιστρατεύει τους χωροφύλακές της για να καθυποτάξει το λαό και τους καλαμαράδες της για να συνετίσει τους διανοούμενους, που τυχόν έδειχναν να συμφωνούν με τις αντιλήψεις της πλέμπας για τους ληστές, τη θανατική ποινή, τους δήμιους.
Συνεχίζει, λοιπόν, ο Πρετεντερομανδραβέλης του 1839 στον ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, επικαλούμενος –τι άλλο;- το τι γίνεται στην πολιτισμένη Ευρώπη:
«Καλόν ήθελεν είσθαι μολαταύτα να ακούγεται και ο ορθός λόγος εις τοιαύτας περιστάσεις, ώστε κατ' ολίγον ολίγον να εκλείψουν αι τοιαύται έξεις, ών η αγριότης επιφέρει όνειδος εις τους παρόντας καιρούς. […]
Αλλ' οι Έλληνες οφείλουσι να νοήσωσι καλώς ότι η αυστηρότης των νόμων δεν πρέπει παντελώς να παροραθή. Εις τα λοιπά μέρη της Ευρώπης ουδείς γογγύζει κατά του υπολοίπου τούτου της αυστηρότητος, διότι εις την Ευρώπην ποίος δεν ενθυμείται ότι εις τας τελετάς των τιμαριωτικών αυλών ο δήμιος ίστατο πάντοτε πλησίον του ηγεμόνος προς ένδειξιν ότι πρέπει να εκτελήται αείποτε μετ' αυστηρότητος του νόμου η θέλησις. Εις την Ευρώπην άρα ουδείς δυσαρεστείται δι' όσην αυστηρότητα έχουν ακόμα αι ποιναί, αλλ' εις την Ελλάδα, αναγκαζόμεθα να ομολογήσωμεν, ότι ο λαός απατάται εκ των προλήψεών του. Ας περιβλέψη περί εαυτόν και ας μας είπη αν οι φόνοι και αι ληστείαι, φέρουσαι πολλάκις χαρακτήρα αγριότητος θηριώδους, δεν καθιστώσιν επί πολύ ίσως έτι αναπόφευκτον να επιβάλλεται ποινή θανάτου δια τινά εγκλήματα.
Όταν ο λαός εξετάση και γνωρίση την θέσιν του τοιαύτην, ελπίζομεν ότι η υπάρχουσα έτι εις τινάς πρόληψις κατά του Δημίου θέλει εκ ρίζης εκλείψει. Πάς τις θέλει να εννοήσει ότι δεν απαιτήται κατά τινάς περιστάσεις αυστηρότης και επιμονή από μέρους του νόμου, τότε μόνον δύναται να επιφέρη καλά δια την κοινωνίαν αποτελέσματα όταν εκτελήται εντελώς και επισήμως.
Εφ' όσον τα εγκλήματα θέλουν επαναλαμβάνεσθαι τόσον συνεχώς ώστε να μην επιτρέπουν εφαρμογή πραοτέρων νόμων, και εφ' όσον οι νόμοι θέλουν έχει το δικαίωμα να επιτάττουν του κακούργου τον θάνατον, το επάγγελμα του δημίου πρέπει να θεωρήται παρά πάντων των τιμίων πολιτών ως υπηρεσία αναπόφευκτος προς συντήρησιν της κοινωνικής ευταξίας, αντί δε ο λαός να καταφέρεται βαρβάρως και με ατόπους προλήψεις ακόμη πού και πού απαντωμένας κατά του κατέχοντος την θέσιν ταύτην, όστις είναι ούτως ειπείν η δεξιά χειρ της δικαιοσύνης, οφείλει πολλώ μάλλον να εννοήση ότι διά να εκλείψη η ανάγκη του δημίου, απαιτείται να εκλείψουν τα κακουργήματα από την κοινωνίαν.»
Βέβαια, φώναζε σε ώτα μη ακουόντων:
Λίγα χρόνια μετά πετχαίνουμε το παρακάτω συντομότατο δημοσίευμα ("Η Ελπίς", φ. 465, 17/6/1848):
Και πάλιν εδολοφονήθη ο δήμιος διαμένων εσχάτως εις Ναύπλιον. Είναι ήδη ο έβδομος, όστις έλαβεν αυτήν την τύχην.
Αξιοπερίεργο είναι και το παρακάτω δημοσίευμα, λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του έβδομου δήμιου, το οποίο ενδεχομένως αφορά τον διάδοχό του αποβιώσαντος δημοσίου λειτουργού:
Ο εις το επιθαλάσσιον φρούριον του Ναυπλίου ευρισκόμενος δήμιος την νύκτα της 5 προς την 6 τ.μ. εφόνευσε τον βοηθόν του, αποβιώσαντα ευθύς.
(εφημ. "ΕΘΝΙΚΗ", φ. 207, 21-2-1849)
Δυστυχώς για το φιλοπερίεργο αναγνωστικό κοινό της σήμερον, οι δήμιοι παραήσαν περιθωριακά στοιχεία για να κάτσει μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα να ασχοληθεί παραπάνω με αυτό το φονικό. Κι έτσι θα μείνουμε με την απορία. Γιατί σκότωσε ο δήμιος τον βοηθό του; Λόγω κάποιας διαφωνίας επαγγελματικής φύσης; Μετά από έναν τσακωμό για κάποιο στοίχημα στα χαρτιά; Για την μοιρασιά των προσωπικών αντικειμένων κάποιου εκτελεσμένου; Από κάποιο ερωτικό καβγαδάκι, ίσως;
Ποτέ δεν θα μάθουμε...
Μια πανεπιστημιακή παράδοση του τακτικού καθηγητή Ποινικής Νομοθεσίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Νικολάου Ι. Σαριπόλου, πάνω στο θέμα της θανατικής ποινής βρίσκεται στα τεύχη 337 της 1/4/1864 και 339 της 1/5/1864 (Τόμος IE) του περιοδικού «ΠΑΝΔΩΡΑ» (του οποίου τα τεύχη μπορείς να τα βρεις στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου των Πατρών)
Από αυτήν την παράδοση, πριν την διαβάσεις ολόκληρη, θέλω να ξεχωρίσω δύο αποσπάσματα. Πρώτα, για τον μπαμπούλα που χρησιμοποιεί ο Σαρίπολος για να δικαιολογήσει την ανάγκη της θανατικής ποινής: η ληστεία το και ότι... η ελληνική κοινωνία δεν ήταν (ή μήπως δεν είναι ακόμα;) ανεπτυγμένη αρκετά, ώστε ακόμα να συμπαθεί αυτούς τους… κακούργους:
«Όταν κύριοι εκλείψη διαπαντός από της Ελλάδος η ληστεία, όταν αι φυλακαί αυτής γίνωσι τοιαύται, ώστε να μη υπάρχη ένθεν μεν η ελπίς της χάριτος, ετέρωθεν δ’ ο κίνδυνος της αποδράσεως, τότε πάντως πρέπει να καταργηθή η ποινή του θανάτου. Αναγκαζόμεθα ν’ ανεχθώμεν την ποινήν ταύτην ως οικτράν ανάγκην, μη γένοιτο όμως ποτέ ως νόμιμον και καλήν ν’ αποφανθώμεν αυτήν. Εφόσον το κακούργημα, ένεκα της μη ικανώς δια του πολιτισμού αναπτυχθείσης κοινωνίας ημών, δεν εμποιεί εις ημάς το μίσος εκείνο, όπερ έπρεπε να εμπνέη, πρέπει να υπάρχη η ποινή αύτη. Όταν μάθη ο ληστής, ότι, αν φυλακισθή, δεν θέλει δυνηθή να δραπετεύση, ότι αν δραπετεύση δεν θέλει τύχει της χάριτος, όταν βεβαιωθή ότι ουδέποτ’ έσται δυνατόν ν’ ανοιχθώσιν αυτώ της φυλακής τα κλείθρα, και όταν τέλος μάθη ότι ο λαός δεν μολύνει τας καθαράς αυτού χείρας συντρίβων των κακούργων τα δεσμά, τότε πρέπει να καταργηθή η θανατική ποινή.»
Και λίγο μετά ο δάσκαλος αναφέρεται στην κατάργηση της θανατικής ποινής για τα πολιτικά εγκλήματα στο Σύνταγμα του 1864:
«Εν τοις πολιτικοίς όμως εγκλήμασι δεν είναι η πράξις, ήτις κυρίως καταδικάζεται, είναι η ιδέα. Απλούς τις πολίτης, ορμώμενος εξ ευγενών αισθημάτων ως επί το πολύ, ρίπτει την ιδέαν του ως σπέρμα εν τω μέσω του έθνους, όπως γονιμοποιηθή, η ιδέα αύτη από στόματος εις ούς διαδίδεται, ως ο άνεμος πολλάκις φέρει μεθ’ αυτού την γύριν, ήτις εις μακράς πολλάκις αποστάσεις ούτω μεταφερομένη πίπτει εις την γην, και εκεί γίνεται η βλάστησις, χωρίς να προνοήσει ουδείς περί της μεταφοράς αυτής, χωρίς ουδείς να επιστατήση εις την ανάπτυξίν της, ούτω και μια ιδέα ρίπτεται εν έθνει τινί, και δεν γνωρίζεται πολλάκις τις ο ρίψας. Η ιδέα όμως εκείνη κυοφορείται, γονιμοποιείται, γίνεται ιδέα του λαού, ιδέα του έθνους. Όταν δ’ η ούτως ενανθρωπήσασα ιδέα αύτη κατά την πρώτην και δευτέραν εμφάνισίν της αποτύχη, καταδικάζεται. Αλλ’ άρα γε, Κύριοι, όσοι καταδικάζουσι την ιδέαν αυτήν, ήτις έχει τάσιν τοιαύτην ώστε να ριζόνη, την καταστέλλουσιν; Δεν θέλω ζητήσει μακράν ημών την ιστορικήν απόδειξιν ήτις δύναται να μας διδάξη. Η ιδέα κατά της κακής πολιτείας του παρελθόντος συστήματος ερρίφθη, εκυοφορήθη εν τη κοινωνία και επί τέλους εξερράγη εις στάσιν, είτα δ’ εις επανάστασιν. Η ιδέα άρα δια της καταδίκης δεν καταστέλλεται, αλλά τουναντίον αυξάνει. […] Εν άλλη ευκαιρία είπον και έγραψα ότι τα πολιτικά εγκλήματα δεν πρέπει να ονομάζωνται πολιτικά εγκλήματα, διότι έγκλημα ποτε δεν δύναται να ήναι ό, τι έγκλημα εν αποτυχία μόνον ονομάζεται, εν δ’ επιτυχία ηρωισμός. Ο τοιούτον τι διαπραξάμενος ας ονομάζεται, αν καταδικασθή, εκπεπτωκώς, αλλ’ ουδέποτε θεωρείσθω ως κακούργος. […] Άρα μάτην οι υπέρ της διατηρήσεως της θανατικής ποινής και δια τα πολιτικά αδικήματα συνηγορούντες αγωνιώσιν ίνα παραστήσωσιν αυτά απεχθέστερα και των κοινών εγκλημάτων. Η εκάστου συνείδησις αποκρούει την θεωρίαν ταύτην. Άλλως τε ουδέ συντελεί το αίμα εις σύμπηξιν των θεμελίων ενός θρόνου, το δε στέμμα κηλιδούσιν αι αίματος ρανίδες. Όχι, Κύριοι, το αίμα επί πολιτικοίς αδικήμασι χυνόμενον πνίγει τον εκχέοντα αυτό, αι σκιαί των θανατωθέντων ως φάσματα φλογώδεις ατμούς εκπέμποντα περιίπτανται εν τω σκότει και συναγείρουσι θυέλλας πολιτικάς μεγάλας, ει δ’ υπέρ ευγενούς τινος ιδέας εθυσιάσθησαν, πάντως η πνοή των θέλει σβέσει εκείνον, όστις επεβουλεύθη τας ελευθερίας των άλλων.»
Ιδού ολόκληρη η παράδοση: